Διδασκαλία των φυσικών επιστημών με τη βοήθεια του λογισμικού Μ.Α.Θ.Η.ΜΑ

Σαμαράς Γιάννης, Επιτρόπου Μαίρη
Περίληψη: 

Η ραγδαία ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τεχνολογίας δημιουργεί νέους προβληματισμούς και ερωτήματα σχετικά με την εισαγωγή της στην εκπαίδευση, τις νέες δυνατότητες που παρέχει, τους νέους ρόλους που διαμορφώνει αλλά και τα μεθοδολογικά και παιδαγωγικά ζητήματα που προκύπτουν από αυτή τη χρήση.

Στο παρακάτω κείμενο παρουσιάζεται μια διδακτική πρόταση στην περίπτωση των Φυσικών Επιστημών με τη χρήση νέων τεχνολογιών. H διδακτική πρόταση βασίζεται στην εποικοδομητική προσέγγιση η οποία δίνει ιδιαίτερη σημασία στις υπάρχουσες ιδέες των παιδιών. Στην παρούσα εισήγηση καταγράφεται το θεωρητικό πλαίσιο του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού, του εποικοδομητισμού και των βασικών θέσεων σχετικά με την αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας στην εκπαιδευτική πράξη.

Εισαγωγή:

Ο χώρος της εκπαίδευσης δεν υπάρχει σε ένα κοινωνικό κενό αλλά επηρεάζεται από τις κοινωνικές μεταβολές και ως ένα βαθμό τις καθορίζει, είναι αδύνατον το εκπαιδευτικό σύστημα να αγνοήσει την τεχνολογική έκρηξη γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε την ανάπτυξή του ερήμην των κοινωνικών εξελίξεων.

Από πολλούς αναγνωρίζεται το γεγονός ότι οι υπολογιστές μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό εργαλείο στη συλλογή, επεξεργασία και παρουσίαση της πληροφορίας, καθώς και στην ανάπτυξη νέων μορφών επικοινωνίας (Honey, M., & Henriguez, A.,1993),. Η εκπαιδευτική χρήση των Νέων Τεχνολογιών δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον μάθησης περισσότερο ελκυστικό και ευχάριστο. Ουσιαστικά πρόκειται για την διαμόρφωση ενός διαφορετικού μαθησιακού περιβάλλοντος όπου τόσο ο ρόλος του εκπαιδευτικού και των μαθητών και η μεταξύ τους σχέση επαναπροσδιορίζονται υπό το φως των νέων συνθηκών και δυνατοτήτων. Πιο συγκεκριμένα ο μαθητής συμμετέχει ενεργά στην εκπαιδευτική διαδικασία μέσα σε ένα διαδραστικό περιβάλλον, γεγονός που τον καθιστά από παθητικό δέκτη δημιουργό της πληροφορίας και της γνώσης. Η εισαγωγή των Νέων Τεχνολογιών στο σχολείο διαφοροποιεί και το ρόλο του εκπαιδευτικού, προσδίδοντας του έναν χαρακτήρα διαμεσολαβητικό και καθοδηγητικό σε μια διαδικασία βιωματικής προσέγγισης της γνώσης. Βέβαια το ερώτημα που εγείρεται σ’ αυτό το σημείο σχετίζεται με τον τεχνολογικό αλφαβητισμό των εκπαιδευτικών, την γνώση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι υπολογιστές και των παιδαγωγικών προβλημάτων που ανακύπτουν από τη χρήση τους.

Θεωρητικό πλαίσιο:

Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η προσέγγιση του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού στο χώρο της εκπαίδευσης και μάλιστα της εποικοδομητικής προσέγγισης της διδασκαλίας και της μάθησης. Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός υπογραμμίζει τη σημασία του πολιτισμού και του πλαισίου στην κατανόηση του τι εμφανίζεται στην κοινωνία και στην δόμηση της γνώσης (Derry, 1999, McMahon, 1997). Αυτή η προοπτική συνδέεται πολύ με πολλές σύγχρονες θεωρίες και ειδικότερα με τις αναπτυξιακές θεωρίες του Vygotsky, του Bruner και της κοινωνικής γνωστικής θεωρίας του Bandura.

Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός είναι βασισμένος σε συγκεκριμένες υποθέσεις για την πραγματικότητα, τη γνώση, και τη μάθηση. Για να καταλάβουμε και να εφαρμόσουμε μοντέλα δόμησης που απορρέουν από τις προοπτικές των κοινωνικών κονστρουκτιβιστών, είναι σημαντικό να ξέρουμε τι κρύβεται κάτω από αυτές. Οι κοινωνικοί κονστρουκτιβιστές θεωρούν ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα μέλη μιας κοινωνίας εφευρίσκουν μαζί τις ιδιότητες του κόσμου. Για τον κοινωνικό κονστρουκτιβιστή, η πραγματικότητα δεν μπορεί να ανακαλυφθεί: δεν υπάρχει πριν από την κοινωνική εφεύρεσή της.Στους κοινωνικούς κονστρουκτιβιστές, η γνώση είναι επίσης ένα ανθρώπινο προϊόν και κατασκευάζεται κοινωνικά και πολιτιστικά (Ernest,1999, Gredler,1997, Prawat & Floden, 1994). Τα άτομα δημιουργούν την έννοια μέσω των αλληλεπιδράσεών τους το ένα με το άλλο και με το περιβάλλον που ζουν. Η μάθηση για τους κοινωνικούς κονστρουκτιβιστές νοείται ως κοινωνική διαδικασία. Δεν πραγματοποιείται μόνο μέσα σε ένα άτομο, ούτε είναι αυτό μια παθητική ανάπτυξη των συμπεριφορών που διαμορφώνονται από τις εξωτερικές δυνάμεις (McMahon, 1997). Η σημαντική μάθηση εμφανίζεται όταν ασχολούνται τα άτομα με τις κοινωνικές δραστηριότητες. Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός, υιοθετεί την άποψη ότι η επιστήμη αποτελεί απλώς μια κοινωνική κατασκευή, αντανακλά τωρινές ή πρόσφατες κοινωνικές δομές, αντιλήψεις, οράματα, προσδοκίες, ιδεολογίες κ.λ.π. Αποτελεί λοιπόν ένα κοινωνικό κατασκεύασμα που έχει μικρή σχέση με τη φυσική πραγματικότητα και αντικατοπτρίζει μονάχα την κοινωνική πραγματικότητα. Σ' αυτό το πλαίσιο, η πορεία της επιστήμης είναι μια πορεία αλληλοδιάδοχων κοινωνικών απεικονίσεων και γι' αυτό η επιστήμη θα πρέπει να εξετάζεται ως προς το ιδεολογικό ή κοινωνικό σύστημα το οποίο την παρήγαγε και το οποίο ανακλά.

Με τη θεωρία του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού συνδέεται το όνομα του Ρώσου ψυχολόγου και φιλόσοφου Vygotsky στη δεκαετία του 1930. Ο Vygotsky δίνει έμφαση στην επίδραση που ασκούν τα πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα στη μάθηση και υποστηρίζει την ανακαλυπτική μάθηση. Αυτή η προσέγγιση τοποθετεί το διδάσκοντα σε ένα ενεργό ρόλο ενώ συγχρόνως οι μαθητές αναπτύσσουν τις νοητικές τους ικανότητες φυσικά, μέσα από ποικίλα μονοπάτια της ανακάλυψης.

Τρεις είναι οι βασικές υποθέσεις του Vygotsky (1934):

1. Το κοινωνικό περιβάλλον: Η κοινότητα θέτει ένα κεντρικό ρόλο. Οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος του μαθητή επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο που αυτός βλέπει τον κόσμο.

2. Εργαλεία για γνωστική ανάπτυξη: Το είδος και η ποιότητα αυτών των εργαλείων καθορίζεται από τον τύπο και το ρυθμό της ανάπτυξης. Τα εργαλεία δυνατόν να περιλαμβάνουν: σπουδαίους ενήλικες για το μαθητή, γλώσσα, πολιτισμική παράδοση

3. Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης (zone of proximental development): Σύμφωνα με τη θεωρία του Vygotsky οι δεξιότητες για την επίλυση προβλημάτων μπορούν να τοποθετηθούν σε τρεις κατηγορίες ως εξής: α) αυτές που εκτελούνται ανεξάρτητα από το μαθητή β) αυτές που δεν μπορούν να εκτελεστούν ούτε μεβοήθεια γ) αυτές που ανήκουν μεταξύ των δύο, δηλαδή τα έργα που μπορούν να εκτελεστούν με βοήθεια.

Μια βασική αρχή στη θεωρία του Vygotsky είναι η αντίληψη της ύπαρξης του τι ο ίδιος ονομάζει «ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης». Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης είναι η διαφορά μεταξύ της ικανότητας του παιδιού να λύνει προβλήματα από μόνο του , και της ικανότητας να τα επιλύει με βοήθεια. Με άλλα λόγια το πραγματικό επίπεδο ανάπτυξης αναφέρεται σε όλες τις λειτουργίες και δραστηριότητες, τις οποίες ένα παιδί μπορεί από μόνο του να πραγματοποιήσει, ανεξαρτήτως με ή χωρίς τη βοήθεια κάποιου άλλου. Απ’ την άλλη πλευρά, η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης περιέχει όλες τις λειτουργίες και τις δραστηριότητες τις οποίες ένα παιδί ή ένας μαθητής μπορεί να επιτύχει μόνο με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Το πρόσωπο σ’ αυτήν την κλιμακούμενη διαδικασία ,διασφαλίζοντας μια διακριτική παρέμβαση , μπορεί να γίνει ένας ενήλικας (γονέας, δάσκαλος, δάσκαλος γλώσσας) ή κάποιος άλλος ισάξιος, ο οποίος έχει ήδη καταξιωθεί σ΄ αυτήν τη συγκεκριμένη διαδικασία.

Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης του Vygotsky έχει πολλές επιπτώσεις για όλους όσους βρίσκονται στο περιβάλλον εκπαίδευσης. Μια απ’ αυτές είναι η ιδέα ότι η ανθρώπινη μάθηση προϋποθέτει έναν ειδικό κοινωνικό χαρακτήρα και είναι κομμάτι μιας διαδικασίας σύμφωνα με την οποία τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε μια πνευματική ζωή από όλα αυτά γύρω τους (Vygotsky,1978). Σύμφωνα με τον Vygotsky, ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό της μάθησης είναι ότι (η μάθηση) αντιλαμβάνεται μια ποικιλία από εσωτερικές αναπτυξιακές διαδικασίες οι οποίες είναι ικανές να ενεργήσουν μόνο όταν το παιδί είναι σε μια πράξη αλληλεπίδρασης με ανθρώπους του περιβάλλοντός του και συνεργασίας με ισάξιά του άτομα. Διαφορετικά όταν εισέρχεται στη γλωσσική μάθηση, η αυθεντικότητα του περιβάλλοντος και η συνάφεια μεταξύ των συμμετεχόντων είναι ουσιαστικά στοιχεία που βοηθούν τον μαθητή να νιώσει κομμάτι του συγκεκριμένου περιβάλλοντος. Αυτά τα στοιχεί σπάνια υπερισχύουν σε συμβατικές τάξεις .

Φυσικές Επιστήμες:

Παρά το γεγονός της κριτικής που ασκείται, ο εποικοδομητισμός ασκεί μεγάλη επιρροή στα εκπαιδευτικά προγράμματα πολλών χωρών και έχει βρει εφαρμογή στη διδασκαλία κυρίως των Μαθηματικών και των Φυσικών Επιστημών. Επίσης με βάση τις αρχές του εποικοδομητισμού συγκροτούνται προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτικών. Η εποικοδομητική προσέγγιση είναι αποτέλεσμα των αναζητήσεων τόσο στο χώρο της φιλοσοφίας των επιστημών για τη φύση και τα κριτήρια της γνώσης, όσο και στο χώρο της ψυχολογίας για την φύση της έννοιας της μάθησης και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή επιτυγχάνεται. Ο επιστημολογικός προβληματισμός αφορά κυρίως τη διαδικασία αλλαγής της επιστημονικής γνώσης.. Εάν όμως η γνώση επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών και προσεγγίσεων, είναι φυσικό αυτός ο σχετικισμός να μεταφέρεται και στις διδακτικές προσεγγίσεις. Η εποικοδομητική προσέγγιση έχει ως βασικό άξονα την ενεργό συμμετοχή του υποκειμένου στην οικοδόμηση της γνώσης. Κατά τον εποικοδομητισμό δεν υπάρχει αντικειμενική γνώση αφού αυτή δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τον άνθρωπο του οποίου είναι κατασκεύασμα. Η γνώση, λοιπόν, κατασκευάζεται από το ίδιο το υποκείμενο κατά την αλληλεπίδρασή του με τον κόσμο και είναι άμεσα συνυφασμένη με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή η κατασκευή αποκτά έναν υποκειμενικό χαρακτήρα, αφού θεμελιώνεται στα προγενέστερα νοητικά σχήματα του μαθητή, τα οποία καθορίζουν τον τρόπο αξιοποίησης την νέας γνώσης. Βασική παραδοχή του εποικοδομητισμού αποτελεί συνεπώς η θέση ότι η μάθηση είναι ενεργά δομημένη από το ίδιο το υποκείμενο και δεν επιτυγχάνεται με τον μαθητή ως παθητικό δέκτη. Μαθαίνουμε, λοιπόν, δρώντας και αυτό πραγματοποιείται εντός ενός κοινωνικού πλαισίου, αποδίδοντας έτσι εξέχοντα ρόλο στη συμβολή της κοινωνικής ομάδας στην κατασκευή της γνώσης. Η γνώση, δηλαδή, είναι κοινωνικά προσδιορισμένη και ως κοινωνική κατασκευή μπορεί να πραγματωθεί στο πλαίσιο της κοινότητας – μαθητικής ομάδας.

Η εργασία κατά ομάδες και η συζήτηση που έπεται δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την αναζήτηση και οικοδόμηση της νέας γνώσης. Ως αφετηρία στην εποικοδομητική προσέγγιση της διδασκαλίας χρησιμοποιούνται οι ιδέες των μαθητών. Οι ιδέες των παιδιών, που βρέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του `70, προκάλεσαν νέες αναζητήσεις και προβληματισμούς στο χώρο της Διδακτικής, αποτελώντας πλέον τη βάση κάθε διδακτικής και μαθησιακής διαδικασίας. Αυτή η ιδιαίτερη προσοχή στις ιδέες των παιδιών, η οποία σηματοδοτεί μια μαθητοκεντρική προσέγγιση στο χώρο της Παιδαγωγικής, δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετη με το γενικότερο επιστημολογικό προβληματισμό που αμφισβητεί την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης.

Βασικό λοιπόν στοιχείο της εποικοδομητικής προσέγγισης αποτελεί πρωτίστως η παραδοχή ότι η νέα γνώση οικοδομείται με βάση τις προϋπάρχουσες νοητικές δομές. Όπως διαπιστώνεται από έρευνες, οι μαθητές έρχονται στο σχολείο έχοντας διαμορφώσει κάποιες ιδέες αντιλήψεις μέσω της εμπειρία τους και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τον κόσμο και οι οποίες διαφοροποιούνται από την επιστημονική γνώση (Driver et. al. 1993).Οι ιδέες των παιδιών δεν αποτελούν απλά λάθη. Δεν είναι δηλαδή μια ασαφής και ακανόνιστη γνώση αλλά βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις με μεγάλη ερμηνευτική δύναμη για τους μαθητές (Duit R.,1995). Αποτελούν ολοκληρωμένα και με εσωτερική συνοχή νοητικά σχήματα ερμηνείας του κόσμου που τα περιβάλλει (Driver R., 1995).

Ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό αυτών των ιδεών είναι η αντίσταση που παρουσιάζουν σε οποιαδήποτε προσπάθεια τροποποίησής τους (Driver et. al., 1998). Κάτω από αυτό το πρίσμα θεώρησης των προγενέστερων ιδεών των μαθητών, οι λανθασμένες απαντήσεις τους αποκτούν ξεχωριστή προοπτική. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή προσέγγιση της διδασκαλίας στην εποικοδομητική προσέγγιση, μέσω μιας διαδικασίας αναστοχασμού, ο μαθητής συνειδητοποιεί το περιορισμένο και μη εφαρμόσιμο αυτών των ιδεών με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην αναδόμηση - ανακατασκευή τους. Η παράβλεψη της προϋπάρχουσας γνώσης των παιδιών κατά τη διαδικασία μάθησης θα οδηγήσει σε πρόσκαιρη γνώση. Όπως επισημαίνει ο Π. Κόκκοτας, (1996), επιβεβαίωση της δημιουργίας «συνθετικών σχημάτων γνώσεων» από τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας, αποτελεί η συνάφεια αντιλήψεων των μαθητών του Δημοτικού με αυτούς της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Mε την εφαρμογή κατάλληλων διδακτικών στρατηγικών οι μαθητές αναστοχάζονται πάνω στις ιδέες τους ώστε να αξιολογήσουν κατά πόσο είναι λειτουργικές και εφαρμόσιμες. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί πως οι ιδέες αυτές είναι ανεπαρκής οι μαθητές οδηγούνται σε «γνωστική σύγκρουση», γεγονός που θα οδηγήσει στην διαδικασία της «εννοιολογικής αλλαγής». H γνωστική σύγκρουση αποτελεί μία από τις διαδικασίες που έχουν ως στόχο την επίτευξη της αναδιοργάνωσης των νοητικών σχημάτων σε άλλα ευρύτερα, πληρέστερα και εγγύτερα στο επιστημονικό μοντέλο. Η σύγκρουση μπορεί να επιτευχθεί είτε με τη διάψευση που μπορεί να προκαλέσουν τα αποτελέσματα ενός πειράματος είτε με τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης διαφορετικών απόψεων στο πλαίσιο της σχολικής τάξης (Κόκκοτας, 1996). Βέβαια η γνωστική σύγκρουση δεν είναι μια απλή διαδικασία, δεν επιτυγχάνεται εύκολα και δεν έχει πάντοτε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ως μηχανισμός μετασχηματισμού της γνώσης εμπεριέχει έντονο συγκινησιακό φορτίο, αφού οι μαθητές βιώνουν μια διάψευση των ίδιων τους των απόψεων.

Τα εμπειρικά δεδομένα μας δείχνουν πως συχνά οι μαθητές δεν είναι πρόθυμοι να μπουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης τόσο των ιδεών τους όσο και της επιστημονικής άποψης, επιδιώκοντας να μάθουν εξαρχής τη «σωστή» απάντηση. Επίσης, αρκετά συχνά, ενώ η σύγκρουση είναι προφανής για τον εκπαιδευτικό, δεν συμβαίνει το ίδιο και για τους μαθητές. Στις δυσκολίες επίτευξης της γνωστικής σύγκρουσης, στην περίπτωση των Φυσικών Επιστημών, θα πρέπει να προσθέσουμε και την πολυπλοκότητα των φυσικών φαινομένων που πολύ συχνά δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο των αισθήσεων, παραμένοντας σε ένα εικονικό – συμβολικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει πως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στους χειρισμούς του εκπαιδευτικού, ώστε όλη η διαδικασία να είναι αξιόπιστη, για να προκαλέσει την απαιτούμενη επαγρύπνηση των μαθητών που θα οδηγήσει στην γνωστική ανισορροπία ως προπομπού της εννοιολογικής αλλαγής. Ως εννοιολογική αλλαγή θεωρείται η τροποποίηση των υπαρχουσών δομών των μαθητών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι περισσότερο συμβατές με το επιστημονικό πρότυπο (Ψύλλος Δ., Κουμαράς Π., Καριώτογλου Π, 1993).

Ποιες είναι όμως οι διδακτικές στρατηγικές οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην επιθυμητή εννοιολογική αλλαγή; Στο πλαίσιο της εποικοδομητικής προσέγγισης έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές στρατηγικές, ανάλογα με τις διαφορετικές θεωρητικές αναφορές των μελετητών. Οι Βοσνιάδου & Brewer (1994) ξεχωρίζουν δύο στρατηγικές ως ικανές να επιφέρουν ριζική αναδιοργάνωση της γνώσης, τους σωκρατικούς διαλόγους και τις αναλογίες και τις μεταφορές. O Κόκκοτας (1996) αναφέρουν επίσης την εποικοδομητική διδακτική ακολουθία και τις εργαστηριακές εμπειρίες σε μικροϋπολογιστές. Κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στα εργαλεία των διδακτικών στρατηγικών, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά τον διάλογο σε ομάδες, την επίλυση προβλημάτων, την σχηματική αναπαράσταση των ιδεών των παιδιών κ.λπ. Εκείνο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι, επειδή η εννοιολογική αλλαγή και η εποικοδόμηση των νέων ιδεών πραγματοποιείται εντός του πλαισίου της κοινότητας, της μαθητικής ομάδας, θα πρέπει να δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη της συνεργατικότητας, με την εφαρμογή ομαδικών δραστηριοτήτων και στη διαμόρφωση κατάλληλου κλίματος για τη διατύπωση ερωτήσεων.

Διαφαίνεται λοιπόν ότι στο κονστρουκτιβιστικό μοντέλο μάθησης προκύπτουν νέοι ρόλοι τόσο για το δάσκαλο όσο και για το μαθητή σε σχέση με ό,τι ισχύει στον παραδοσιακό τρόπο προσέγγισης της διδασκαλίας. Ο δάσκαλος δεν αποτελεί πλέον τον τροφοδότη της γνώσης αλλά αυτόν του καθοδηγητή και συνερευνητή της γνώσης. Βασική του αποστολή είναι η διαμόρφωση του κατάλληλου πλαισίου και του ανάλογου σχολικού κλίματος ώστε να υποβοηθήσει την αλλαγή στις γνωστικές δομές του μαθητή. Ο δάσκαλος λοιπόν θα πρέπει να ενθαρρύνει και να προκαλεί την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης του μαθητή και να του παρέχει ευκαιρίες ώστε να οικοδομεί τη γνώση μέσα από τον πειραματισμό, το στοχασμό, το σχηματισμό υποθέσεων κ.λπ. Ο ρόλος του πλέον έγκειται στο να διαπραγματεύεται τις ιδέες των παιδιών και να γίνεται "πράκτορας της αλλαγής".

Η εποικοδόμηση έχει ως ειδοποιό διαφορά που την ξεχωρίζει από τις άλλες διδακτικές προσεγγίσεις το γεγονός ότι χρησιμοποιεί και αξιοποιεί διδακτικά τις ιδέες των μαθητών. Με την εποικοδομητική προσέγγιση η μάθηση στις Φυσικές Επιστήμες γίνεται μια φυσική και λογική διαδικασία. Συνδυάζει την κατανόηση των φυσικών εννοιών με την ανάπτυξη δεξιοτήτων στις επιστημονικές διαδικασίες και παράλληλα την απόκτηση επιστημονικής νοοτροπίας από τους μαθητές. Οι ιδέες των μαθητών είναι πολλές φορές τόσο βαθιά ριζωμένες που δεν αλλάζουν με τη διδασκαλία. Ωστόσο μετά τη διδασκαλία είναι δυνατό οι μαθητές να χρησιμοποιούν ένα κάπως εξειδικευμένο λεξιλόγιο. Πολλές φορές οι μαθητές μαθαίνουν στο σχολείο κάποιες επιστημονικές έννοιες τις οποίες χρησιμοποιούν μόνο στις σχολικές εξετάσεις ή είναι δυνατό η διδασκαλία να ενισχύσει τις εναλλακτικές ιδέες του μαθητή. Σε μερικές περιπτώσεις οι μαθητές δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τις επιστημονικές γνώσεις από τις προσωπικές τους ιδέες, τις συγχέουν και τις χρησιμοποιούν αδιάκριτα, χωρίς συνέπεια. Τέλος υπάρχει η περίπτωση κατά την οποία η επίδραση της διδασκαλίας να οδηγεί στα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο μαθητής δηλαδή εγκαταλείπει τις εναλλακτικές του απόψεις και υιοθετεί το επιστημονικό πρότυπο. Οι ιδέες των μαθητών επηρεάζουν τη διαδικασία απόκτησης νέων γνώσεων γιατί ενεργούν ως δομή υποδοχής. Αντιστέκονται σε αλλαγές που επιθυμούμε να επιφέρουμε με τη διδασκαλία.

Οι Φυσικές Επιστήμες, ως δημόσια γνώση, είναι προϊόν της ανθρώπινης συνεργατικής προσπάθειας. Αν ο βασικός σκοπός της διδασκαλίας είναι να κατανοήσουν οι μαθητές το πώς προωθούνται οι Φυσικές Επιστήμες, αυτό πρέπει να αντανακλάται στη διαδικασία δόμησης της γνώσης που γίνεται στην αίθουσα. Επειδή οι επιστημονικές ιδέες είναι προϊόντα κοινωνικού εγχειρήματος, άρα προϊόντα συμβιβασμού, οι μαθητές δεν μπορούν να τις ανακαλύψουν «ρωτώντας ή διαβάζοντας το βιβλίο της φύσης». Αν αυτοί πρέπει, μπορούν, θέλουν ή πρόκειται να δουν τον κόσμο με τα γυαλιά της επιστήμης, υπάρχει ανάγκη για συζήτηση και διάλογο (Κόκκοτας, 1998). Η παραδοσιακή αντίληψη για την σχολική γνώση είναι ότι αυτή αποτελεί μια απλοποίηση της αντίστοιχης επιστημονικής. Η εποικοδομητική αντίληψη θεωρεί ότι η σχολική γνώση είναι μια «κατασκευή», που προκύπτει ως προϊόν της κοινωνικής διαδικασίας της αναπλαισίωσης, γεγονός που την διαφοροποιεί σε σχέση με την καθημερινή και την ακαδημαϊκή γνώση. Η διαδικασία της αναπλαισίωσης περιλαμβάνει επιλεκτική μεταφορά, μετατόπιση, συγχώνευση, επανερμηνεία και επανατοποθέτηση εννοιών και αρχών, υπό το πρίσμα του παιδαγωγικού προβληματισμού (στόχοι, ανάγκες μαθητών, συνθήκες διδασκαλίας, διαθέσιμος χρόνος και υλικά κλπ.), από το πρωτογενές πλαίσιο δημιουργίας της επιστημονικής γνώσης στο δευτερογενές πλαίσιο αναπαραγωγής της. Το μοντέλο της εκπαιδευτικής επανοικοδόμησης-ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού της επιστημονικής γνώσης (Duit,1994) είναι μια κυκλική διαδικασία θεωρητικού συλλογισμού, εννοιολογικής ανάλυσης, ανάπτυξης αναλυτικού προγράμματος σε μικρή κλίμακα και έρευνα της αλληλεπίδρασης των διαδικασιών διδασκαλίας-μάθησης στην τάξη. Η προσέγγιση του βασίζεται σε μια εποικοδομητική επιστημολογική θέση, βασική υπόθεση της οποίας είναι ότι το επιστημονικό περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης γνωστικής περιοχής δεν αποτελεί μια «αλήθεια». Αυτό που συνήθως αποκαλείται περιεχόμενο Φυσικών Επιστημών θεωρείται ουσιαστικά ως το προϊόν συναινέσεις μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητας. Κάθε παρουσίαση αυτής της συναίνεσης, αποτελεί μια ιδιόμορφη επανοικοδόμηση, επηρεασμένη από τους συγκεκριμένους σκοπούς, που άμεσα ή έμμεσα θέτουν αυτοί που την επιχειρούν. Στα πλαίσια αυτού του μοντέλου οι αντιλήψεις των μαθητών προσεγγίζονται ως ιδιόμορφα γνωστικά κατασκευάσματα κατ' ανάλογο τρόπο με τις επιστημονικές θεωρίες και έννοιες. Επιπλέον, μια βασική υπόθεση του είναι ότι: εάν ο σχεδιαστής αναλυτικών προγραμμάτων γνωρίζει τις απόψεις των μαθητών, επηρεάζεται σημαντικά στην επανοικοδόμηση-ανασυγκρότηση μιας συγκεκριμένης ενότητας των Φυσικών Επιστημών.

Το μοντέλο αποτελείται από τρεις στενά αλληλοσυσχετιζόμενες συνιστώσες:

1) Ανάλυση της δομής του περιεχομένου. Περιλαμβάνει την ερμηνευτική-αναλυτική έρευνα για την αποσαφήνιση του αντικειμένου και την αναγωγή του σε στοιχειώδες επίπεδο καθώς και ανάλυση της εκπαιδευτικής σημασίας της συγκεκριμένης επιστημονικής γνώσης.

2) Έρευνες των ιδεών των μαθητών αλλά και των κινήτρων και ενδιαφερόντων τους. Έρευνες για αλληλεπίδραση Δ-Μ (σχέσεις κοινωνικοεποικοδομητικών θέσεων-εννοιολογικής αλλαγής).

3)Ανάπτυξη και αξιολόγηση πιλοτικών διδακτικών ενοτήτων μέσα στην τάξη που με τις ρεαλιστικές τους συνθήκες μπορούν να ανατροφοδοτήσουν την κυκλική διαδικασία της εκπαιδευτικής επανοικοδόμησης (Κόκκοτας, 1998).

Η "εννοιολογική αλλαγή" έχει να κάνει με την αναδόμηση της ήδη υπάρχουσας γνώσης, αφού έχει αποδεχθεί ότι οι ιδέες των παιδιών πολλές φορές είναι "λανθασμένες". Είναι σχετικό με την "προσαρμογή" του Piaget, αλλά διαφέρει από την "αφομοίωση" που ο ίδιος πρέσβευε. Οι αλλαγές αυτές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: (α) Την επαύξηση της γνωστικής δομής, όπου προστίθενται νέα στοιχεία σε προϋπάρχουσες γνώσεις, κάτι που μπορεί να γίνει και με τον παραδοσιακό τρόπο, (β) Την εναρμόνιση, που αλλάζει τα χαρακτηριστικά του αρχικού μοντέλου, και (γ). Την αναδιοργάνωση που είναι και η δυσκολότερη. Η εποικοδομητική προσέγγιση της διδασκαλίας κατά τους Driver & Oldham (1986) περιλαμβάνει τις εξής φάσεις:

(α) Τη φάση της πρόκλησης του ενδιαφέροντος: είναι η παραδοσιακή φάση της αφόρμησης που περιέχει δύο στάδια: το στάδιο πρόκλησης της περιέργειας και την έναρξη διαδικασίας αναγνώρισης ιδεών με αφορμή το εποπτικό υλικό. Το ξεκίνημα πρέπει να είναι καλά οργανωμένο, να περιέχει παρατηρήσεις, διαφάνειες και ο ρόλος του δασκάλου πρέπει να είναι ενθαρρυντικός ως προς την έρευνα και συντονιστικός στις αισθήσεις. Οι σχέσεις του με τα παιδιά παίζουν σπουδαίο ρόλο ενώ οι λίγες ερωτήσεις είναι καλή μέθοδος για να μην αρχίσουν τα παιδιά να ψάχνουν για την μία και μοναδική σωστή απάντηση.

(β) Τη φάση της ανάδειξης των ιδεών των μαθητών: εδώ οι μαθητές αποκαλύπτουν και ξεδιαλύνουν τις εντυπώσεις που τους προξένησε η αφόρμηση. Πρέπει να οδηγηθούν να εστιάσουν την προσοχή τους στο διαφορετικό και το έργο του δασκάλου σ' αυτήν τη φάση είναι ακριβώς αυτό. Η αποσαφήνιση αυτού που ήδη σκέπτονται τους βοηθάει να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στη δόμηση των ιδεών και τους ενημερώνει για τις δικές τους διαδικασίες σκέψης. Η εξωτερίκευση των αντιλήψεών τους βοηθάει και το δάσκαλο να διευκρινίσει το επίπεδό τους. Αυτό πρέπει να γίνεται διακριτικά, κυρίως με διάλογο μεταξύ των παιδιών και λίγο με ερωτήσεις του δασκάλου προς αυτά. Σημαντικό ρόλο παίζει και το "υποθετικό πείραμα", όπου τα παιδιά προβλέπουν πώς θα εξελιχτεί μια διαδικασία "επί χάρτου". Η άποψη που είναι πιο κοντά στην επιστημονική αλήθεια αναδεικνύεται έντεχνα και βελτιώνεται από το δάσκαλο. Για να πραγματοποιηθεί μια εννοιολογική αλλαγή πρέπει να προηγηθεί η γνωστική σύγκρουση. Επειδή αυτό μπορεί να προξενεί φόβο και δυσαρέσκεια στους μαθητές, αφού προϋποθέτει έκθεση των προσωπικών τους απόψεων στην κοινή κριτική, το κλίμα στην αίθουσα πρέπει να διαμορφωθεί έτσι που να είναι δεκτικό σε κάθε άποψη. Ο δάσκαλος πρέπει να εκφράζεται τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά με αποδοχή και φιλικά προς τους μαθητές, απορρίπτοντας κάθε διάθεση ειρωνείας ή κριτικής. Παράδειγμα αυτής της φάσης είναι να περιγράψουν τα παιδιά τι νομίζουν ότι είναι ζώο και μετά να τους ζητηθεί να ελέγξουν αν είναι ζώα ο ελέφαντας, η χελώνα, το αγόρι, το άνθος, το ψάρι, η αράχνη και το σκουλήκι.

(γ) Η φάση της αναδόμησης των ιδεών των μαθητών: στη φάση αυτή οι μαθητές καλούνται να ελέγξουν τις ιδέες τους, με σκοπό να τις επεκτείνουν, να αναπτύξουν ιδέες αν δεν είχαν πριν, ή να τις αντικαταστήσουν. Η μετακίνηση προς την νέα γνώση πρέπει να γίνεται αυτόβουλα. Σημαντικό ρόλο παίζει η σύγκριση των αποτελεσμάτων του πειράματος με τις προβλέψεις. Αν τα αποτελέσματα δεν συμφωνούν, δημιουργείται η απαραίτητη "γνωστική σύγκρουση" η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει στην εννοιολογική αλλαγή. Τα πειράματα πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά για να είναι θελκτικά όχι μόνο στο δάσκαλο αλλά και στους μαθητές. Η ανακαλυπτική διαδικασία εξ άλλου θα πρέπει να σχεδιάζεται εκ των προτέρων από τους μαθητές έτσι ώστε να είναι ενδιαφέρουσα και ο έλεγχος των μεταβλητών ακριβής. Η προτεινόμενη επιστημονική άποψη πρέπει να είναι ευλογοφανής και να προχωρεί από τα συγκεκριμένα αντικείμενα στις αφηρημένες έννοιες. Τα παιδιά στη συνέχεια πρέπει να σκεφθούν πάνω στον τρόπο με τον οποίο εξήγαν τα συμπεράσματά τους και να τον κρίνουν. Ο δάσκαλος παρέχει τις ευκαιρίες για συστηματικό έλεγχο των απόψεών τους και μεταβολή τους. Προσφέρει την επιστημονική διαδικασία και προωθεί την συζήτηση. Παρουσιάζει τις νέες ιδέες, δεν είναι κριτικός, απεκδύεται την αυθεντία και ωθεί τα παιδιά στην διανοητική αυτονομία. Τα παιδιά αλλάζουν ευκολότερα τις παλιές τους ιδέες με νέες, όταν αυτές δεν προέρχονται από τον δάσκαλο αλλά είναι δικές τους και βγήκαν μέσα από μια διαδικασία που ακολούθησε την επιστημονική μέθοδο.

(δ) Η φάση ελέγχου: Στη φάση αυτή τα παιδιά ελέγχουν το κατά πόσο οι νέες γνώσεις που απόκτησαν είναι εφαρμόσιμες και τις συσχετίζουν με εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Μόνο έτσι θα συνειδητοποιήσουν ότι είναι παραγωγικότερες από τις παλιές και θα τις κατακτήσουν. Η επίλυση προβλημάτων που θέτουν τα ίδια είναι σημαντική και ο δάσκαλος πρέπει να ελέγχει κατά πόσον ακολουθείται η επιστημονική διαδικασία.

(ε) Η φάση της ανασκόπησης: Εδώ οι μαθητές αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα αυτών που ανακάλυψαν και μελετούν τον τρόπο με τον οποίο τα κατάφεραν. Συγκρίνουν τη νέα γνώση με την παλαιά και συνειδητοποιούν με ποια διαδικασία αποκτήθηκε. Είναι το μέσον του αυτοελέγχου και της συνειδητοποίησης της γνωστικής πορείας, αυτό δηλ. που ονομάζεται μεταγνώση.

Χαρακτηριστικά της εποικοδομητικής προσέγγισης:

α) Η εργασία σε ομάδες. Κύριο χαρακτηριστικό της εποικοδομητικής προσέγγισης είναι η εργασία των μαθητών σε ομάδες. Ήδη από τον Piaget είναι γνωστός ο ρόλος της κοινωνικοποίησης στην πρόσκτηση της γνώσης. Έχει αποδειχτεί ότι παιδιά που δουλεύουν σε ζεύγη ή ομάδες παράγουν περισσότερο επαρκείς λύσεις απ' ότι τα παιδιά που δουλεύουν μόνα τους. Όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται στα πλαίσια μιας μικρής ομάδας τροποποιούν ευκολότερα τις απόψεις τους, όταν μάλιστα πρέπει να την αποδώσουν κάπως τυποποιημένη. Ιδιαίτερα σήμερα που η απομόνωση αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα, η συνεργατική μάθηση μπορεί να την καταπολεμήσει από τα χρόνια του σχολείου. Ιδιαίτερα για τις Φυσικές Επιστήμες, όπου κάθε μαθητής έχει και μια δική του αντίληψη για τα φυσικά φαινόμενα η συνεργασία είναι απαραίτητη. Η εργασία σε ομάδες είναι αποδοτική όταν: περιλαμβάνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα με κοινούς στόχους, τα μέλη της ομάδας έχουν διαφορετικούς ρόλους που μοιράστηκαν με κοινή συμφωνία, κάθε μέλος έχει την ευκαιρία να προσφέρει στο κοινό έργο, η ατμόσφαιρα είναι τέτοια που κάθε μέλος μπορεί να μαθαίνει από τα υπόλοιπα, τα μέλη εργάζονται χρησιμοποιώντας το μέγιστο των δυνατοτήτων τους και υπερβαίνουν τις αδυναμίες τους προάγοντας το έργο της ομάδας, ενθαρρύνεται ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης και συνεργατικής ευθύνης. Τα παιδιά εργαζόμενα σε ομάδες αισθάνονται πολύ πιο ενεργά και υπεύθυνα, βλέποντας τους κόπους τους να αποδίδουν.

β) Η συζήτηση στην ομάδα. Με τη συζήτηση ο μαθητής κυρίως ανακαλύπτει τις δικές του απόψεις και δευτερευόντως πείθει την ομάδα του. Η σύγκριση των εμπειριών βοηθάει στη σύνδεση των σκέψεων και τη διαμόρφωση των εννοιών. Οι δάσκαλοι δεν πείθονται εύκολα για την αξία της συζήτησης μεταξύ των παιδιών αν και έχει αποδειχτεί ότι η ανταλλαγή απόψεων διευκολύνει την "εννοιολογική αλλαγή". Προωθείται η χρήση της γλώσσας και της ομιλίας και κατανοούν οι μαθητές την αξία της ως μέσου επικοινωνίας. Είναι σημαντικό οι επιστημονικές έννοιες να παρουσιάζονται ως σκέψεις για συζήτηση και όχι ως ετοιμοπαράδοτες πληροφορίες, διότι μάθηση είναι ότι συμβαίνει στην τάξη και όχι η παρουσίαση της αλήθειας από έναν αλάθητο δάσκαλο.

γ) Η παρουσία του δασκάλου. Αν και η οργανωμένη συζήτηση έχει σημαντικά αποτελέσματα έχει αποδειχτεί ότι οι μαθητές ανταλλάσσουν απόψεις πιο ενεργά χωρίς την παρουσία κάποιου ενήλικα, ο οποίος θα ελέγχει ανά πάσα στιγμή την ορθότητα των απόψεών τους. Όταν ο δάσκαλος απουσιάζει όχι μόνο κάνουν υποθέσεις αλλά τις αξιολογούν και από μόνοι τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο δάσκαλος πρέπει να βγει από την τάξη, αλλά ότι πρέπει να αποστασιοποιηθεί από τις ομάδες εργασίας των παιδιών.

Για να επιτευχθούν οι στόχοι της εποικοδομητικής προσέγγισης χρησιμοποιούνται τεχνικές - εργαλεία διδασκαλίας. Τα εργαλεία αυτά είναι εξειδικευμένα και το καθένα ενισχύει διαφορετικές δεξιότητες. Αφού τα παιδιά ασχολούνται με τα φύλλα εργασίας, ο ρόλος του δασκάλου δεν ακυρώνεται. Απλώς αλλάζει και από πομπός γνώσης γίνεται καθοδηγητής στο να μαθαίνουν τα παιδιά να εργάζονται. Γίνεται συνερευνητής. Είναι καινοτομικός ο ρόλος του. Επίσης ο ρόλος του δεν είναι αξιολογητικός. Πρέπει να αναλογιζόμαστε τι πήγε καλά και τι όχι στο μάθημα, τόσο στον εαυτό μας, όσο και στο υλικό (καλώδια, μπαταρίες, κλπ.). Πρέπει να τους δώσουμε το έναυσμα να γίνουν μικροί εξερευνητές (Κόκκοτας, 1998).

Αναλυτικά τα εργαλεία αυτά είναι τα εξής:

α. Οι ερωτήσεις. Η ερώτηση είναι έμφυτη στο παιδί, αλλά στο σχολείο έτσι όπως λειτουργεί σήμερα, η τάση αυτή περιορίζεται από τον φόβο μήπως η ερώτηση που θα κάνει φανεί απλοϊκή. Η διατύπωση της ερώτησης με εκφράσεις του τύπου "τι νομίζεις" κτλ, δίνει την ευχέρεια στον μαθητή να απαντήσει πιο ελεύθερα. Οι ερωτήσεις πρέπει να λειτουργούν ως εξής: να αναδεικνύουν τη γνώμη του μαθητή, να μην επιδέχονται μία μόνο απάντηση, να μην τίθενται σε προσωπικό επίπεδο αλλά να απευθύνονται σε όλους, να αποτελούν προέκταση της αφόρμησης και να μην επιβεβαιώνουν την αυθεντικότητα του δασκάλου, δεν δίδονται άμεσα αλλά ακολουθούν μια εικόνα, ένα κείμενο κτλ., δεν εισάγονται με το ΠΩΣ και το ΓΙΑΤΙ αλλά τονίζεται το προσωπικό στοιχείο και η γνώμη του μαθητή.

β. Ο Διάλογος Το εργαλείο αυτό χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες: Τον Σωκρατικό Διάλογο του δασκάλου με τους μαθητές και τον διάλογο μεταξύ των μαθητών. Η μαιευτική μέθοδος στηρίζεται στις εξελισσόμενες ερωτήσεις, με σκοπό να καταλήξουν οι μαθητές μόνοι τους στηριζόμενοι στις δικές τους νοητικές δεξιότητες στις απόψεις που επιδιώκει ο δάσκαλος.

γ. Η γνωστική σύγκρουση Με τον όρο αυτό περιγράφουμε τη σύγκρουση ανάμεσα σ' αυτό που το παιδί προβλέπει να συμβεί και σ' εκείνο που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Αποτελεί κύριο μηχανισμό αναδιοργάνωσης της γνώσης. Η αποκτώμενη γνώση είναι σταθερότερη όταν ο μαθητής αναγνωρίσει μόνος του το πρόβλημα. Χρειάζεται προσοχή στην αντιμετώπισή της διότι, αν λάβουμε υπ' όψιν τον ψυχολογικό παράγοντα και την αντίδραση της τάξης, ο μαθητής πιθανώς να την βιώσει τραυματικά. Για να την εκμεταλλευτούμε σωστά πρέπει να ξέρουμε τις αρχικές απόψεις των παιδιών και το κλίμα στην τάξη να είναι κατάλληλο για ερευνητική εργασία. Μόνο το πείραμα μπορεί να δημιουργήσει γνωστική σύγκρουση στους μαθητές, η απλή αναφορά της επιστημονικής άποψης (την οποία δεν παρήγαγαν οι ίδιοι) δεν είναι σε θέση να το κάνει.

δ. Αναλογίες - μεταφορές. Οι επιστήμονες για να γίνουν κατανοητοί πολλές φορές χρησιμοποιούν κάποιες μεταφορές για να σχηματοποιήσουν τις απόψεις τους. Σήμερα αυτό θεωρείται αποδεκτό, κατά τον 17ο όμως αιώνα πίστευαν ότι η μεταφορά και η αναλογία ήταν απλά στολίδια που δεν απέδιδαν την καθαρή επιστημονική αλήθεια.. Επειδή είχαν μια αισθητική απήχηση θεωρούσαν ότι μόνο οι φιλόσοφοι και οι ποιητές έπρεπε να τις χρησιμοποιούν.

Στην διδακτική πράξη εν τούτοις ο ρόλος τους είναι πολύ σπουδαίος, αφού με τον τρόπου αυτό προσεγγίζουν τομείς που δεν τους είναι οικείοι και προσπαθούν να τον αντιμετωπίσουν με βάση τις γνώσεις που έχουν ήδη. Η μεταφορά ενισχύει την γλωσσική επάρκεια και μεταφέρει επιπλέον μηνύματα που δεν κωδικοποιούνται με τη γλώσσα. Πρέπει πάντως να προσεχθεί η μεταφορά να γίνεται αντιληπτή από τον μαθητή και να εμπίπτει στο γνωστικό του πεδίο καθώς επίσης και να είναι τέτοια που να μην ισχύει την εναλλακτική άποψή του. Η αξία της βασίζεται στο γεγονός ότι υπάρχουν σχέσεις ανάμεσα σε ξεχωριστές γνωστικές περιοχές.

ε. Θεατρικό παιχνίδι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουμε κάτι που τα παιδιά δεν μπορούν να παρατηρήσουν άμεσα. π.χ. Διαστολή - Εξάτμιση (χέρι-χέρι και μπαλόνια με πλατεία αντίστοιχα.)

στ. Επίλυση προβλημάτων

ζ. Κατασκευή - ανακατασκευή μοντέλων

η. Πείραμα. Επαληθεύει ή απορρίπτει υποθέσεις, επαληθεύει ή απορρίπτει μια πρόβλεψη και επικυρώνει ή αλλάζει μια θεωρία ή ένα νόμο, εξελίσσει την τεχνολογία και τα υλικά, ενισχύει την συλλογική προσπάθεια, διαφέρει από την θεωρία.

Υλικά: 

Το λογισμικό Μ.Α.Θ.Η.ΜΑ (αρχικά των λέξεων Μηχανική, Ανάκλαση-Διάθλαση, Θερμότητα, Ηλεκτρισμός, Μοντέλα και Άτομα) έχει σχεδιασθεί έτσι ώστε κάθε δραστηριότητα του να ανταποκρίνεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα: α) πειράματα προσομοίωσης(εμπειρικό επίπεδο), συμβολικό επίπεδο(διαγράμματα και γραφικές παραστάσεις) και στη μοντελοποίηση καταστάσεων(σωματίδια, διανύσματα και άλλα) (Σολομωνίδου, 2004). Είναι μια τεχνική – ένα εργαλείο διδασκαλίας, όπως και τα απλά υλικά καθημερινής χρήσης που χρησιμοποιούμε στα πειράματα ή τα σχέδια εργασίας που δίνουμε στους μαθητές.

Σχεδιάστηκε σύμφωνα με το μοντέλο Δ.Ε.Σ.Τ.Ε., το οποίο ακολουθεί τις παρακάτω αρχές:

1. Διερεύνηση και μελέτη των αρχικών αντιλήψεων των μαθητών/ριών

2.«Επινόηση» του περιεχομένου του περιβάλλοντος μάθησης και διαμόρφωσή του μετά από διαδοχικούς διδακτικούς μετασχηματισμούς, με βάση τόσο την επιστημονική γνώση όσο και τις αρχικές ιδέες και τις γνωστικές ανάγκες των μαθητών/ριών

3. Σχεδίαση εποικοδομητικών διδακτικών καταστάσεων και διαδικασιών

4. Τεχνική ανάπτυξη του ψηφιακού περιβάλλοντος με τη χρήση κατάλληλων ψηφιακών μέσων και συμβόλων, και διαμορφωτική αξιολόγησή του

5. Εφαρμογή του περιβάλλοντος σε συνθήκες πραγματικής μάθησης και συνολική αξιολόγησή του με βάση, μεταξύ των άλλων, τις τελικές αντιλήψεις, γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών/ριών (Σολομωνίδου,2004)

Είναι ιδιαίτερα εύκολο στη χρήση του με αποτέλεσμα οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές να μπορούν να το χρησιμοποιήσουν σχεδόν άμεσα. Συνοδεύεται από εγχειρίδιο χρήσης, τετράδιο μαθητή και ένα εισαγωγικό σημείωμα (για τον εκπαιδευτικό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως βιβλίο του καθηγητή) με θέματα που αφορούν τη διδακτική προσέγγιση αλλά και μερικές οδηγίες χρήσης του λογισμικού. Εκτός από τη χρήση του στη διδασκαλία στο σχολείο έχει σχεδιασθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο μαθητής και στο σπίτι του. Έχει ένα πλούσιο ευρετήριο όρων με τη βοήθεια του οποίου ο μαθητής μπορεί να ανατρέξει στην αντίστοιχη θεωρία. Σε αρκετές ενότητες υπάρχουν και ερωτηματολόγια αξιολόγησης. Ιδιαίτερα στη συνδεσμολογία κυκλωμάτων το λογισμικό δίνει τη δυνατότητα ελέγχου της συνδεσμολογίας στο μαθητή ώστε αυτός με νέα προσπάθεια να κάνει τη σωστή συνδεσμολογία. Στην αρχή κάθε ενότητας υπάρχει μια φωνητική εισαγωγή για το συγκεκριμένο πείραμα και σε κάποιες περιπτώσεις η εισαγωγή αυτή επεκτείνεται και σε θέματα θεωρίας.

Διαπραγματεύεται τα εξής κεφάλαια:

Α) Θερμότητα

1) Διαστολή στερεών (θέρμανση μεταλλικής ράβδου και σφαίρας). 2) Διαστολή υγρών (Θέρμανση υγρού σε δοχείο). 3) Διαστολή αερίων (θέρμανση αερίου σε δοχείο).

4) Αλλαγή φυσικής κατάστασης(λιώσιμο πάγου, εξάτμιση νερού).

Τα θέματα που αφορούν την αλλαγή της φυσικής κατάστασης των σωμάτων υπάρχουν και στο λογισμικό Σύνθετο Εργαστηριακό Περιβάλλον Θερμότητας και Θερμοδυναμικής (ΣΕΠ) όπου όμως δεν υπάρχουν δραστηριότητες για τα θέματα διαστολής των σωμάτων.

Β) Οπτική

1) Ευθύγραμμη διάδοση του φωτός. 2) Σκιά-παρασκιά. 3) Βασικά και σύνθετα χρώματα. 4) Ανάκλαση σε επίπεδο κάτοπτρο. 5) Ανάκλαση-Διάθλαση σε υγρό. 6) Οπτικό παιχνίδι με δέσμη Laser.

Το εικονικό εργαστήριο Οπτικής είναι ιδιαίτερα καλό και καλύπτει αρκετά θέματα του αναλυτικού προγράμματος. Για τις ενότητες Ανάκλαση-Διάθλαση υπάρχουν προσομοιώσεις που έγιναν με το λογισμικό Modellus καθώς επίσης και αρκετά applets στο διαδίκτυο. Το λογισμικό αυτό όμως υπερέχει λόγω του πλούσιου γραφικού περιβάλλοντος.

Γ) Μηχανική

1) Πτώση των σωμάτων στο κενό(χωρίς την επίδραση της Γήινης ατμόσφαιρας). 2) Πτώση των σωμάτων υπό την επίδραση της Γήινης ατμόσφαιρας. 3) Πτώση των σωμάτων στο περιβάλλον της Σελήνης.

Η διδασκαλία των θεμάτων αυτών μπορεί να γίνει και με τη χρήση των λογισμικών Interactive Physics, Modellus, τα Διανύσματα στα Μαθηματικά και στη Φυσική, καθώς και με τη χρήση πολλών applets που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Πάντως λόγω των πλούσιων γραφικών του πιθανώς να υπερέχει από τη χρήση άλλων λογισμικών για τις μικρότερες ηλικίες μαθητών.

Δ) Ηλεκτρισμός

1) Απλό ηλεκτρικό κύκλωμα – Νόμος του Ohm. 2) Συνδεσμολογία δύο αντιστατών σε σειρά. 3) Συνδεσμολογία δύο αντιστατών παράλληλα. 4)Συνδεσμολογία δύο αντιστατών σε σειρά και αυτών με έναν παράλληλα. 5) Συνδεσμολογία δύο αντιστατών παράλληλα και αυτών με έναν σε σειρά

Στον ηλεκτρισμό το λογισμικό προτείνει τη μελέτη σύνδεσης αντιστατών και το νόμο του Ohm. Υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει κανείς ως αντιστάτες και λάμπες, μια δυνατότητα ιδιαίτερη χρήσιμη για τη περίπτωση δημιουργίας κυκλωμάτων όπου ο μαθητής έχει άμεση αντίληψη αν η συνδεσμολογία που υλοποίησε ήταν σωστή ή όχι(ανάβει ή δεν ανάβει η λάμπα).

Το περιβάλλον εργασίας είναι ιδιαίτερα ελκυστικό και η ομοιότητα με ένα πραγματικό εργαστήριο μεγάλη. Οι διαθέσιμες συνδεσμολογίες είναι του διπλανού σχήματος. Οι μαθητές χειρίζονται καλώδια, λαμπάκια, διακόπτες όπως και σε ένα πραγματικό εργαστήριο. Οι συνδεσμολογίες που διατίθενται είναι αρκετές για να εξοικειωθεί ο μαθητής στην πραγματική συνδεσμολογία και την κατανόηση της συμβολικής συνδεσμολογίας που υπάρχει στα σχολικά βιβλία. Επιπλέον έχουν ανά πάσα στιγμή τη συμβολική μορφή του αντίστοιχου κυκλώματος αλλά και την αντίστοιχη μοντελοποίηση. Υπάρχουν επίσης και animations για την μικροσκοπική εξήγηση του φαινομένου της ροής ηλεκτρικού φορτίου στο συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα αλλά και των ιδιοτήτων της ηλεκτρικής αντίστασης.

Το εικονικό εργαστήριο του λογισμικού μοιάζει αρκετά με τα ξένα λογισμικά Crocodile-Physics και Edison 4. Άλλο λογισμικό εγκεκριμένο από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις αντίστοιχες ενότητες είναι το Modellus. Η χρήση όμως παρόμοιων προσομοιώσεων με τη βοήθεια του λογισμικού Modellus ή applets από το διαδίκτυο δεν έχουν την ίδια πληρότητα γραφικών.

Σύντομος οδηγός

Μετά την εγκατάσταση πηγαίνουμε Έναρξη-(Start) των Windows > Προγράμματα (Programs) > Μ.Α.Θ.Η.Μ.Α. Με την είσοδο στο πρόγραμμα, εμφανίζεται μια οθόνη με πληροφορίες για το λογισμικό. Με το άνοιγμα του λογισμικού ανοίγει η εικόνα ενός σχολείου και με κλικ στη πόρτα εισόδου εισέρχεστε στο εσωτερικό όπου υπάρχουν τέσσερις χώροι εικονικών εργαστηρίων όπου και με νέο κλικ στην εικονική πόρτα τους είστε έτοιμοι πλέον να εργασθείτε με τις δραστηριότητες που προσφέρει το λογισμικό. Τα εικονικά εργαστήρια είναι του Ηλεκτρισμού, της Οπτικής, της Θερμότητας και της Μηχανικής. Μόλις εισέρχεστε στο εικονικό εργαστήριο σε ένα πίνακα υπάρχουν γραμμένες οι επιλογές πειραμάτων που μπορείτε να κάνετε. Διαλέγοντας μια δραστηριότητα ανοίγει και ο αντίστοιχος εργαστηριακός χώρος. Μπορείτε να υλοποιείστε μόνο τα συγκεκριμένα πειράματα και δεν υπάρχει η δυνατότητα να σχεδιάστε ένα δικό σας πείραμα με τα υλικά που υπάρχουν στα “ράφια” του εργαστηρίου. Το λογισμικό είναι επομένως κλειστό και η μόνη σας δυνατότητα διαφοροποίησης εξαρτάται από τα φύλλα εργασίας σας. Στη κεντρική οθόνη κάθε εργαστηρίου υπάρχει ένα κοινό μενού που έχει τη παρακάτω μορφή όπου με κλικ στο κάθε εικονίδιο έχετε τα παρακάτω αποτελέσματα:

Εργαστήριο Ηλεκτρισμού

Υλικά

Μπαταρία, λάμπες, διακόπτης, καλώδια συνδέσεις, ένας κόφτης για κατάργηση συνδέσεων. Η εγκατάσταση των αντικειμένων γίνεται με σύρσιμο ενώ με δεξί κλικ επιτυγχάνεται η επαναφορά στο ράφι.

Μπαταρία

Πριν χρησιμοποιηθεί η μπαταρία θα πρέπει να επιλεγεί η τάση λειτουργίας. Με δεξί κλικ επιλέγετε είτε 6V ή 12V.

Λάμπες

Στο ράφι υπάρχουν μία ή περισσότερες λάμπες ανάλογα με το είδος της συνδεσμολογίας που επιλέξαμε να κάνουμε.

Συνδέσεις-Αποσυνδέσεις

Για να κάνεις μια σύνδεση, κάνεις πρώτα κλικ στο καλώδιο και στη συνέχεια, δύο διαδοχικά κλικ στα άκρα που θέλετε να γίνει η σύνδεση. Για να καταργηθεί μια σύνδεση, κάνετε πρώτα κλικ στον κόφτη και στη συνέχεια, δύο διαδοχικά κλικ στα άκρα που θέλετε να γίνει αποσύνδεση. Θα παρατηρείστε ότι ο ένας ακροδέκτης του κυκλώματος δεν κλείνει. Για να κλείσει το κύκλωμα πρέπει να πατήστε το κουτί «Ελέγχου». Επιβεβαιώνεται τότε η ορθότητα του κυκλώματος σύμφωνα με την αρχική σας επιλογή και τότε μόνο μπορείτε να κλείσετε το κύκλωμα. Μετά τον έλεγχο δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί ο κόφτης.

Ο μαθητής ή η μαθήτρια εργάζεται πάνω στα σενάρια που περιέχονται στο λογισμικό, εκτελεί δραστηριότητες, κάνει προβλέψεις, παρατηρεί τα αποτελέσματα των προβλέψεών του μέσα από προσομοιώσεις κινήσεων, πειραματίζεται με διαφορετικές τιμές παραμέτρων και συγκρίνει με την πραγματικότητα. Το λογισμικό έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να είναι απλό στη χρήση του, και να δίνει τη δυνατότητα στον μαθητή ή στη μαθήτρια να το χρησιμοποιεί ανάλογα με την γνώση του και τις ικανότητες που έχει αναπτύξει. Ο χώρος εργασίας περιλαμβάνει σκηνικά, αντικείμενα με ιδιότητες και ο μαθητής ή η μαθήτρια μπορεί να χρησιμοποιήσει εργαλεία και να αναπτύξει δραστηριότητες που παραπέμπουν σε πραγματικές καταστάσεις της καθημερινής ζωής.

1ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ………………………………………………………

"Απλό ηλεκτρικό κύκλωμα - Διακόπτης"

Λογισμικό: «Μ.Α.Θ.Η.Μ.Α.»

Οδηγίες

    1. Κάνε κλικ στην πόρτα του εργαστηρίου του ηλεκτρισμού.
    1. Επέλεξε από τον πίνακα: "Κυκλώματα με λάμπες".
    1. Στην οθόνη που θα εμφανιστεί υπάρχει ένα ράφι με όργανα για τον ηλεκτρισμό. Από τα όργανα αυτά θα χρησιμοποιήσεις την μπαταρία, το λαμπάκι, το διακόπτη και καλώδια.
    1. Όλα τα όργανα επιλέγονται κάνοντας κλικ επάνω τους.
    1. Αφού επιλέξουμε το όργανο που θέλουμε, το σύρουμε με το ποντίκι πάνω στο τραπέζι.
    1. Προσοχή! Πριν σύρουμε την μπαταρία, πρέπει πρώτα να κάνουμε δεξί κλικ πάνω της και να επιλέξουμε 6V ή 12V.
    1. Για να συνδέσεις τα καλώδια, πρώτα επιλέγεις ένα καλώδιο, οπότε ο δείκτης του ποντικιού μετατρέπεται σε ακροδέκτη .

      Στη συνέχεια κινούμε το δείκτη του ποντικιού κοντά στα σημεία όπου θέλουμε να συνδέσουμε την άκρη του καλωδίου (ακροδέκτης). Τότε θα μετατραπεί σε χεράκι. Κάνουμε κλικ και το καλώδιο συνδέεται.

    1. Ακολούθησε τις οδηγίες παρακάτω και γράψε τις παρατηρήσεις σου στο φύλλο εργασίας.


Δραστηριότητες

Απλό ηλεκτρικό κύκλωμα

    • Κάνε δεξί κλικ στην μπαταρία και διάλεξε 12V. Σύρε κι άσε τη μπαταρία πάνω στο τραπέζι. Κάνε το ίδιο και για τη λάμπα. Πώς πρέπει να συνδέσεις τα καλώδια για να ανάψει το λαμπάκι; (σχεδίασε στο φύλλο εργασίας τη μπαταρία, το λαμπάκι και τα καλώδια με τέτοιο τρόπο ώστε να ανάβει το λαμπάκι)
    • Τώρα κάνε τις κατάλληλες συνδέσεις των καλωδίων με τη λάμπα και τη μπαταρία, όπως ακριβώς το έχεις σχεδιάσει στο φύλλο εργασίας. (για τη σύνδεση των καλωδίων δες την οδηγία 7 παραπάνω)

    • Μόλις τελειώσεις, πάτα το κουμπί "Έλεγχος". Εάν δεις το μήνυμα ότι "Το κύκλωμά σου είναι σωστό", ένωσε τον ακροδέκτη με τη μπαταρία (απλώς κάνεις κλικ στον ακροδέκτη της μπαταρίας - εικόνα).
    • Αν δεις το μήνυμα: "Δεν έχεις ολοκληρώσει τις συνδέσεις, κάποιοι ακροδέκτες είναι ασύνδετοι", τότε κάτι θα έκανες λάθος. Σ' αυτή την περίπτωση πάτα τη σκούπα και επανέλαβε το πείραμα προσέχοντας πώς θα συνδέσεις τα καλώδια.
    • Αν ανάψει το λαμπάκι τότε θα έχεις κατασκευάσει ένα κλειστό ηλεκτρικό κύκλωμα.
    • Σημείωσε στο φύλλο εργασίας από τι αποτελείται ένα ηλεκτρικό κύκλωμα.

      Ένα ηλεκτρικό κύκλωμα αποτελείται από: ………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

    • Τώρα πάτα το κουμπί "Συμβολισμός κυκλώματος". Θα εμφανιστεί το κύκλωμα που κατασκεύασες, μόνο που τα διάφορα μέρη του κυκλώματος απεικονίζονται με σύμβολα.
    • Σχεδίασε στον παρακάτω πίνακα τα σύμβολα που απεικονίζουν τα μέρη του κυκλώματος.
Σύμβολο για τη Λάμπα
Σύμβολο για τη Μπαταρία
Σύμβολο για τα Καλώδια


Απλό ηλεκτρικό κύκλωμα - Διακόπτης

    • Στο προηγούμενο πείραμα δε μπορούμε να σβήσουμε τη λάμπα. Χρειαζόμαστε μια επιπλέον συσκευή γι' αυτή τη λειτουργία που λέγεται διακόπτης. Πάτα τη σκούπα για να καθαρίσει το τραπέζι.
    • Κάνε δεξί κλικ στην μπαταρία και διάλεξε 12V. Σύρε κι άσε τη μπαταρία πάνω στο τραπέζι. Κάνε το ίδιο για τη λάμπα και για το διακόπτη.

Πώς πρέπει να συνδέσεις τώρα τα καλώδια για να ανάψει το λαμπάκι; (σχεδίασε στο φύλλο εργασίας τη μπαταρία, το λαμπάκι, το διακόπτη και τα καλώδια με τέτοιο τρόπο ώστε να ανάβει το λαμπάκι).

    • Τώρα κάνε τις κατάλληλες συνδέσεις των καλωδίων με τη λάμπα, τη μπαταρία και το διακόπτη, όπως ακριβώς το έχεις σχεδιάσει στο φύλλο εργασίας. (για τη σύνδεση των καλωδίων δες την οδηγία 7 παραπάνω)
    • Μόλις τελειώσεις, πάτα το κουμπί "Έλεγχος". Εάν δεις το μήνυμα ότι "Το κύκλωμά σου είναι σωστό", ένωσε τον ακροδέκτη με τη μπαταρία (απλώς κάνεις κλικ στον ακροδέκτη της μπαταρίας - εικόνα).

      Επιπλέον πρέπει να κάνεις δεξί κλικ στο διακόπτη και να επιλέξεις "κλείσιμο".

    • Αν δεις το μήνυμα: "Δεν έχεις ολοκληρώσει τις συνδέσεις, κάποιοι ακροδέκτες είναι ασύνδετοι", τότε κάτι θα έκανες λάθος. Σ' αυτή την περίπτωση πάτα τη σκούπα και επανέλαβε το πείραμα προσέχοντας πώς θα συνδέσεις τα καλώδια.
    • Αν ανάψει το λαμπάκι τότε θα έχεις κατασκευάσει ένα κλειστό ηλεκτρικό κύκλωμα με διακόπτη. Κάνε δεξί κλικ στο διακόπτη και επίλεξε "άνοιγμα".
    • Σημείωσε στο φύλλο εργασίας τις απαντήσεις σου για τις παρακάτω ερωτήσεις:
        • Τι συμβαίνει όταν είναι ο διακόπτης κλειστός και τι όταν είναι ανοικτός;
        • Σε τι χρησιμεύει ο διακόπτης στο κύκλωμα;

1η απάντηση: …………………………………………………………………

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

2η απάντηση: …………………………………………………………………

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

    • Τώρα πάτα το κουμπί "Συμβολισμός κυκλώματος". Θα εμφανιστεί το κύκλωμα που κατασκεύασες, μόνο που τα διάφορα μέρη του κυκλώματος απεικονίζονται με σύμβολα.
    • Πάτα τη σκούπα για να καθαρίσει το τραπέζι. Επανέλαβε το πείραμα τοποθετώντας το διακόπτη σε διαφορετική θέση.
    • Σημείωσε στο φύλλο εργασίας την παρατήρησή σου.

      …………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Σύνθεση υλικών και δράσεων: 

Διδακτική πρόταση

Παρακάτω θα παρουσιάσουμε μια πρόταση διδασκαλίας μιας ενότητας της Φυσικής, του απλού ηλεκτρικού κυκλώματος, με τη χρήση Ηλεκτρονικού Υπολογιστή και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει ένα πρόγραμμα προσομοίωσης, υιοθετώντας τα μεθοδολογικά και παιδαγωγικά κριτήρια που θέτει η εποικοδομητική προσέγγιση ανασκευής και «επιστημονικοποίησης» της εμπειρικής – βιωματικής γνώσης των μαθητών, έτσι ώστε η νέα γνώση να μην είναι μια ανεξάρτητη δομή αλλά να εντάσσεται πλήρως στο ήδη υπάρχον γνωσιακό πλαίσιο των μαθητών. Κυρίαρχη θέση στην προτεινόμενη προσέγγιση κατέχει η προσφορά του γνωστικού αντικειμένου σε ένα περιβάλλον διαδραστικό και η ανάπτυξη ενός κλίματος ομαδοσυνεργατικής μάθησης. Αναλυτικότερα, πρόθεσή μας είναι σ’αυτή την εργασία να παρουσιάσουμε από τη Φυσική της Ε΄ τάξης τη διδασκαλία της θεματικής ενότητας: Προσέγγιση του απλού ηλεκτρικού κυκλώματος μέσα από ένα μοντέλο προσομοίωσης, με βάση τις παραδοχές του εποικοδομητισμού για τη γνώση, τη μάθηση και τη διδασκαλία, αξιοποιώντας τις ιδέες των μαθητών.

Ως βασικοί στόχοι έχουν τεθεί :

• να αναπτύξουν οι μαθητές/τριες νοητικά μοντέλα σε μικροσκοπικό επίπεδο για το ηλεκτρικό ρεύμα, ως προσανατολισμένη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων.

• να προβλέπουν τη φωτοβολία του λαμπτήρα με βάση το μοντέλο του πειράματος προσομοίωσης.

• να μάθουν τη χρήση του διακόπτη και το ρόλο της μπαταρίας στο ηλεκτρικό κύκλωμα..

• να συνδέσουν λαμπάκια σε σειρά και παράλληλα και να καταλάβουν τις διαφορές των δύο συνδεσμολογιών.

Φάσεις διδασκαλίας

Στο πλαίσιο της εποικοδομητικής προσέγγισης και για τις ανάγκες της διδακτικής πρότασης, υιοθετήθηκε το διδακτικό μοντέλο των Driver και Oldham (1986) το οποίο περιλαμβάνει τις εξής φάσεις:

α) τη φάση του προσανατολισμού: Πρόκειται για την εισαγωγική φάση πρόκλησης του ενδιαφέροντος των μαθητών, με κατάλληλες ερωτήσεις και δραστηριότητες. Οι μαθητές ενημερώνονται για το τι θέμα θα μελετήσουν, ποιες δραστηριότητες θα πραγματοποιηθούν και με ποιον τρόπο θα εργασθούν. Εγείροντας το ενδιαφέρον των μαθητών, τίθενται οι βάσεις για την επίτευξη των στόχων της μαθησιακής διαδικασίας.

β) φάση της ανάδειξης των ιδεών των μαθητών: Πρόκειται για την προφορική ή γραπτή έκφραση των ιδεών των παιδιών. Οι ιδέες αυτές καταγράφονται από το διδάσκοντα και ταξινομούνται κατά κατηγορία. Η ανακοίνωση τους στη τάξη αποτελεί το έναυσμα για την συζήτησή τους στο πλαίσιο μικρών ομάδων. Όπως επισημαίνει ο Π. Κόκκοτας, αυτή η φάση είναι από τις σημαντικότερες της διδακτικής διαδικασίας, όχι μόνο επειδή ο μαθητής εξωτερικεύει τις ιδέες του, αλλά γιατί και ο δάσκαλος γίνεται γνώστης της σκέψης των παιδιών και έτσι μπορεί να επιλέξει τις κατάλληλες διδακτικές στρατηγικές (Κόκκοτας, 1998).

Οι προγενέστερες έρευνες πάνω στις ιδέες των μαθητών για το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελούν έναν κατευθυντήριο οδηγό για το δάσκαλο ώστε να σχεδιάσει αποτελεσματικότερα τις ερωτήσεις ή δραστηριότητες που τον οδηγούν στην ανάδειξη των ιδεών των μαθητών του. Ο δάσκαλος έχει μπροστά του διάφορα υλικά που απαιτούνται για την κατασκευή ενός ηλεκτρικού κυκλώματος (μπαταρίες, λαμπάκια, καλώδια) και ζητά από τους μαθητές να καταγράψουν ποια και πόσα από αυτά τα υλικά χρειαζόμαστε ώστε να κατασκευάσουμε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Στη συνέχεια ζητά από τα παιδιά να καταγράψουν σχετικές απαντήσεις σε ερωτήματα όπως, π.χ. τι πιστεύετε πως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, τι πιστεύετε ότι θα συμβεί εάν αυξήσουμε τη «δύναμη» της μπαταρίας, τι πιστεύετε ότι θα συμβεί εάν μεγαλώσει η αντίσταση (αλλάξω το λαμπάκι) στο ηλεκτρικό κύκλωμα, κ.λ.π. Κατόπιν οι μαθητές ανακοινώνουν τις απαντήσεις τους, οι οποίες καταγράφονται στον πίνακα. Ήδη από αυτή τη φάση οι μαθητές συνειδητοποιούν την ύπαρξη διαφορετικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αμφιβάλουν για την ορθότητα των απόψεών τους. Ιδιαίτερα σημαντική σ’ αυτή τη φάση κρίνεται η στάση του δασκάλου ο οποίος απλώς καταγράφει τις απόψεις των παιδιών χωρίς να τις αξιολογεί ως σωστές ή λάθος. Απαραίτητη προϋπόθεση για την απρόσκοπτη και αβίαστη εξωτερίκευση των ιδεών των παιδιών είναι η επίτευξη του κατάλληλου κλίματος στην τάξη.

γ) Η φάση της αναδόμησης των ιδεών των μαθητών: Πρόκειται για τη φάση κατά την οποία οι μαθητές προχωρούν σε έλεγχο των ιδεών τους με σκοπό να οδηγηθούν στην υιοθέτηση απόψεων συμβατών με το επιστημονικό πρότυπο. Οι μαθητές ενθαρρύνονται να πειραματιστούν και να διερευνήσουν την λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα των απόψεων που ήδη έχουν διατυπώσει είτε προσωπικά είτε ως ομάδα. Αυτή η έμπρακτη διερεύνηση των μαθητών θα τους οδηγήσει είτε στην επιβεβαίωση των ιδεών τους είτε στη διαπίστωση πως αυτές οι ιδέες αντιφάσκουν με το πειραματικό αποτέλεσμα. Στην πρώτη περίπτωση οι ιδέες αυτές ισχυροποιούνται αλλά και διευρύνονται (Κόκκοτας, 1996). Στη δεύτερη περίπτωση ο μαθητής οδηγείται σε γνωστική σύγκρουση. Με την εφαρμογή των κατάλληλων έργων ο μαθητής θα βιώσει τη διάσταση του αναμενόμενου, από αυτόν, αποτελέσματος και αυτού που στην πραγματικότητα συμβαίνει, γεγονός που θα τον προετοιμάσει για την επιθυμητή εννοιολογική αλλαγή. Την κατάλληλη στιγμή ο εκπαιδευτικός παρέχει την επιστημονική άποψη. Χρειάζεται να επισημάνουμε πως δεν πρέπει να θεωρείται ως αναπόφευκτο γεγονός ότι η γνωστική σύγκρουση θα οδηγήσει στην οικοδόμηση των νέων ιδεών. Κατά το στάδιο εισαγωγής του επιστημονικού προτύπου έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η προσφορά της νέας γνώσης προτύπου (Δ. Ψύλλος, Π. Κουμαράς, Π. Καριώτογλου, 1993).

Στην περίπτωσή μας γίνεται μια σύντομη σύνδεση της γνώσης που αποκτήθηκε στα προηγούμενα μαθήματα για τον τρόπο κατασκευής ενός απλού ηλεκτρικού κυκλώματος. Στη συνέχεια με την όσο το δυνατόν πιο ενεργή συμμετοχή των μαθητών εκτελείται η επίδειξη του πραγματικού πειράματος. Συνδέουμε ένα λαμπάκι με διαφορετική κάθε φορά τάση – ξεκινώντας από 0 Volt έως και 9 Volt – και παρατηρούμε πως φωτοβολεί.

Μέσα από τη συζήτηση και τις ιδέες των μαθητών για τον τρόπο λειτουργίας του απλού ηλεκτρικού κυκλώματος καταλήγουμε σε ένα νοητικό μοντέλο ερμηνείας του πειράματος, το οποίο οπτικοποιούμε και σχεδιάζουμε στον πίνακα ή προβάλλουμε με τον βιντεοπροβολέα για να έχουν οι μαθητές άμεση αντίληψη. Στη συνέχεια εφαρμόζουμε το επιστημονικό πρότυπο μέσα από ένα μοντέλο προσομοίωσης.

Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες δύο ή και περισσότερων ατόμων (στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε τέσσερις ομάδες των πέντε ατόμων η καθεμία λόγω ύπαρξης ισάριθμων υπολογιστών στο σχολείο) και κάθονται στους υπολογιστές, όπου έχουμε ήδη εγκατεστημένο το μοντέλο της προσομοίωσης Μ.Α.Θ.Η.ΜΑ.

Ο δάσκαλος εξηγεί τον τρόπο λειτουργίας του μοντέλου και οι μαθητές με βάση το Φύλλο Εργασίας (παράρτημα) καταγράφουν τις παρατηρήσεις τους. Οι ομάδες ανακοινώνουν τις παρατηρήσεις που έκαναν και γίνεται η καταγραφή τους στον πίνακα της τάξης ή με τη χρήση βιντεοπροβολέα. Ακολουθεί συζήτηση στην τάξη μέσω της οποίας εξάγονται συμπεράσματα τα οποία καταγράφονται. Οι μαθητές κάνουν συγκρίσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις θα οδηγηθούν στη διαπίστωση ότι αυτά που συμπεραίνουν μετά το πείραμα δεν συμφωνούν με τις αρχικές τους ιδέες ή προβλέψεις. Μέσω αυτής της σύγκρισης μπορούν να συνειδητοποιήσουν την λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα της νέας γνώσης. Έτσι κάποιοι μαθητές θα οδηγηθούν σε γνωστική σύγκρουση, προβληματιζόμενοι για την ορθότητα των προηγούμενων ιδεών τους. Σ’ αυτό το στάδιο ο δάσκαλος θα πρέπει με τις κατάλληλες ερωτήσεις να οδηγήσει τη συζήτηση στη διατύπωση του επιστημονικού προτύπου για κάθε μια από τις περιπτώσεις που μελετήθηκαν. Μέσα από τη συζήτηση εξάγονται τα συμπεράσματα και οι μαθητές οδηγούνται στην κατανόηση του επιστημονικού μοντέλου λειτουργίας του απλού ηλεκτρικού κυκλώματος, καταγράφοντας τα βασικά σημεία στο Φύλλο Εργασίας τους (παράρτημα).

δ) Η φάση της εφαρμογής των ιδεών. Πρόκειται για την εφαρμογή της νέας γνώσης σε πραγματικές καταστάσεις και στις δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν σε προηγούμενες φάσεις και οδήγησαν τους μαθητές σε γνωστική σύγκρουση. Μ’ αυτόν τον τρόπο επαληθεύεται η λειτουργικότητα και η αποτελεσματικότητα της νέας γνώσης σε σχέση με τις προγενέστερες ιδέες και επομένως η υιοθέτηση της νέας γνώσης μπορεί να γίνει ευκολότερα. Οι μαθητές καλούνται να θέσουν σε λειτουργία μια σειρά από λαμπάκια και να χρησιμοποιήσουν ένα κοινό διακόπτη του εμπορίου σε κύκλωμα που έφτιαξαν μόνα τους..

ε) Η φάση της ανασκόπησης. Πρόκειται για το μεταγνωστικό στάδιο κατά το οποίο οι μαθητές αναστοχάζονται πάνω στη σημασία της νέας γνώσης που ανακάλυψαν, μέσα από μια διαδικασία σύγκρισης των προηγούμενων ιδεών με αυτές που υιοθετήθηκαν στο τέλος της διδασκαλίας. Εδώ οι μαθητές καλούνται να συγκρίνουν τις νέες παραδοχές τους σε σχέση με αυτές που είχαν στην αρχή της διδασκαλίας. Ο κύριος στόχος μας είναι η συνειδητοποίηση, όχι μόνο της αλλαγής των ιδεών τους, αλλά και της εξελικτικής πορείας που οδήγησε σε αυτή την αλλαγή. Οι παραπάνω όροι δε χρησιμοποιούνται με την επιστημονική έννοιά τους, η οποία απαιτεί πολύ χρόνο, έρευνα και συγκεκριμένο τρόπο, αλλά μέσα από τη διδακτική διαδικασία και την ανασκόπηση που κάνουν οι ίδιοι οι μαθητές και ο δάσκαλος σε σχέση με το τι πίστευαν πριν. Οι μαθητές δηλ. πρέπει να κατανοήσουν τους λόγους που τους οδήγησαν στην αναθεώρηση των προγενέστερων ιδεών τους. Το μεταγνωστικό αυτό στάδιο μπορεί να επιτευχθεί με συζήτηση η οποία βασίζεται σε ερωτήσεις όπως, τι πιστεύατε πριν, τώρα τι πιστεύετε πως συμβαίνει, κ.λ.π.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της διδασκαλίας του ηλεκτρικού κυκλώματος, μετά το τέλος του κάθε πειράματος υπάρχει μια σειρά από πέντε ερωτήσεις για να δούνε οι μαθητές αν έφτασαν στην επίτευξη των στόχων:

- Η/Υ: Τι κάνει η μπαταρία;

- Μ: Στέλνει ηλεκτρόνια

- Η/Υ: Που οφείλεται το ηλεκτρικό ρεύμα;

- Μ: Στα ελεύθερα ηλεκτρόνια των ατόμων.(επιλέγουν από τέσσερις

προτεινόμενες απαντήσεις: πρωτόνια, ηλεκτρόνια, ελεύθερα ηλεκτρόνια, άτομα)

- Η/Υ: Όταν τα ηλεκτρόνια φτάνουν στο λαμπτήρα:

Το πλήθος τους αυξάνει;

Το πλήθος του ελαττώνεται;

Η κίνησή τους διευκολύνεται ή

Η κίνησή τους παρεμποδίζεται;

- Μ: Εγώ λέω το πλήθος τους αυξάνεται

- Δ:: Αυξάνει;

- Μ: Όχι

-Δ: Άρα αυτό δεν είναι. Ελαττώνεται;

- Μ: Όχι

- Δ: Άρα είναι ένα από αυτά τα δύο.

- Μ: Δυσκολεύεται γιατί είναι πιο μικρό (η αντίσταση).

- Μ: Αυτό που είπε η … ότι χτυπάνε εκεί.

- Δ: Ο ρόλος της μπαταρίας στο κύκλωμα (Τι κάνει;) Κοιτάξτε τη μπαταρία.

- Μ: Επιταχύνει, γιατί γυρνάει…

- Δ: Πατήστε να δείτε την απάντηση. Η ηλεκτρική πηγή ούτε επιταχύνει, ούτε

επιβραδύνει. Βλέπετε να έχει εκεί (δείχνει στην οθόνη) πιο γρήγορα τα

ηλεκτρόνια;

- Μ: Τα σπρώχνει απλώς

Συμπεράσματα – Αξιολόγηση

Αναζητώντας τους λόγους για τους οποίους επιλέξαμε τις Νέες Τεχνολογίες και την διαδικασία της προσομοίωσης ως περισσότερο ευέλικτο μέσο διδασκαλίας σε σχέση με το παραδοσιακό πείραμα, ύστερα από την εφαρμογή της συγκεκριμένης διδακτικής πρότασης, μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:

Οι Νέες Τεχνολογίες παρέχουν την δυνατότητα προσομοίωσης φαινομένων και καταστάσεων που είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε με πείραμα στο σχολικό εργαστήριο (π.χ. η εξερεύνηση του μικρόκοσμου), δίνοντας τη δυνατότητα στο μαθητή, μέσα από μια ευχάριστη διαδικασία που περιλαμβάνει εικόνα, ήχο κ.λ.π., να αλληλεπιδράσει δημιουργικά. Στην αναπαράσταση που πραγματοποιείται, το επίπεδο απλότητας το καθορίζουν όχι οι τεχνικοί περιορισμοί αλλά παιδαγωγικά κριτήρια που σχετίζονται με το επίπεδο ανταπόκρισης των μαθητών. Επίσης προσφέρεται η δυνατότητα εισαγωγής διαφορετικών παραμέτρων – μεταβλητών στην πειραματική διαδικασία, σταθεροποίησης ή μεταβολής τους κατά περίπτωση παρέχοντας έτσι μια συνολική και ολοκληρωμένη εικόνα του υπό εξέταση φυσικού φαινομένου. Πολύ σημαντική θα πρέπει να θεωρήσουμε την εξοικείωση των μαθητών με την ποικιλία των μεθοδολογικών προσεγγίσεων που χρησιμοποιούνται στις φυσικές επιστήμες υπερβαίνοντας έτσι την προβολή και χρήση μόνο του μοντέλου του εμπειρικο – επαγωγικού συλλογισμού (Β. Κουλαΐδης, Ν. Ράπτης, 1992).

Οι Νέες Τεχνολογίες επιτρέπουν την συγκριτική μελέτη των παρατηρήσεων που προέρχονται από το σχολικό πείραμα και αυτών που μπορεί ο μαθητής να αναζητήσει και να συλλέξει από διάφορες βάσεις δεδομένων. Ειδικότερα για τα προγράμματα προσομοίωσης έχει επισημανθεί από πολλούς ερευνητές η συμβολή τους στην προαγωγή της εννοιολογικής αλλαγής. Οι μαθητές μπορούν να εξετάσουν τις βασικές επιστημονικές έννοιες που εισάγει το πρόγραμμα και να τις συγκρίνουν με τις δικές τους απόψεις. Έτσι μπορούν να διατυπώνουν και να ελέγχουν υποθέσεις ανασκευάζοντας τις ιδέες τους επιλύοντας έτσι την ασυμφωνία που προκύπτει (Tao P. - Gunstone R. 1999, Zietsman A. – Hewson P. 1986).

Εξετάζοντας τη χρήση των Νέων Τεχνολογιών με παιδαγωγικά κριτήρια επισημαίνουμε ιδιαίτερα τις ευκαιρίες που δίνονται για εξατομίκευση της διδασκαλίας για την ανάπτυξη της συνεργατικής μάθησης και την εξοικονόμηση διδακτικού χρόνου. Η εφαρμογή της διδακτικής πρότασης στην πράξη επιβεβαίωσε το γεγονός ότι υπάρχουν λογισμικά που παρέχουν όλα τα εποπτικά μέσα διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται σήμερα στην συμβατική εκπαιδευτική διαδικασία όπως κείμενα, εικόνα, φωτογραφία, video, μουσική, ζωγραφική, η αναζήτησή τους γίνεται εύκολα και ευχάριστα, ενώ αυτά εντάσσονται στην διδασκαλία με έναν παιγνιώδη τρόπο και επιπλέον προσφέρεται η δυνατότητα της διαδραστικής συμμετοχής του μαθητή. Επιπλέον δίνεται η δυνατότητα παρουσίασης του μικρόκοσμου, μέσα από προσομοίωση σε υπολογιστή, κάτι που δεν θα μπορούσε να γίνει με άλλο συμβατικό τρόπο.

Βέβαια, ζητούμενο παραμένει, όπως και άλλοι ερευνητές επισημαίνουν, (Γ. Κοντογιαννοπούλου-Πολυδωρίδη, 1992) το πρόβλημα της σωστής ενσωμάτωσης της τεχνολογίας στη διδακτική πράξη ώστε να προκύπτει αβίαστα η διαμόρφωση ενός χώρου προσωπικής έκφρασης και δημιουργίας των μαθητών. Η εφαρμογή της παραπάνω πρότασης έδειξε ότι η επιτυχία της διδακτικής προσέγγισης εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη σωστή προετοιμασία και οργάνωση. Π.χ. να έχουν ετοιμασθεί οι Η/Υ., τα φύλλα εργασίας, κ.λ.π.

Οι μαθητές θα πρέπει να έχουν ενημερωθεί για το τι περιλαμβάνει ακριβώς η διαδικασία με την οποία θα ασχοληθούν, να γνωρίζουν τους στόχους της πορείας διδασκαλίας, να έχουν χωριστεί σε ομάδες και να έχουν αποκτήσει μια εξοικείωση με τις Νέες Τεχνολογίες. Επιπλέον ο δάσκαλος θα πρέπει να έχει μελετήσει τη σχετική βιβλιογραφία και να γνωρίζει τις αρχικές ιδέες των παιδιών - στην περίπτωσή μας σχετικά με τον ηλεκτρισμό και το ηλεκτρικό κύκλωμα (Summers M. et, al., 1998, Psillos et.al, 1987, Κουμαράς κ.αλ., 1990).

Ο ρόλος του δασκάλου αλλάζει. Γίνεται καθοδηγητής, συμπαραστάτης και βοηθός, συνεργάτης και συνερευνητής. Ο νέος ρόλος του δασκάλου κατά τη διάρκεια της ενασχόλησης των παιδιών με το λογισμικό, φαίνεται σε πολλά σημεία. Καταρχήν ο δάσκαλος είναι αυτός που δίνει οδηγίες στα παιδιά για το πώς λειτουργεί το λογισμικό και πως θα το χρησιμοποιήσουν, ώστε να φτάσουν στην επίτευξη και κατανόηση των στόχων που έβαλαν:

- Δ: Πατήστε το εικονίδιο με την ονομασία ΜΑΘΗΜΑ.

- Μ: Μετά;

- Δ: Μόλις στην οθόνη φανεί το σχολείο και το «βελάκι» γίνει «χεράκι»,

πατήστε πάνω στην πόρτα.

- Μ: Το κάναμε. Και τώρα;

- Δ: Πατήστε πάνω στην πόρτα που γράφει ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ.

Οι ερωτοαποκρίσεις μεταξύ μαθητών και δασκάλου, είναι σημαντικές στην κατανόηση των μαθητών με το λογισμικό και την επανατροφοδότησή τους, για τη συνέχεια του πειράματος:

- Μ: Τώρα, κύριε, τι να κάνουμε;

- Δ: Πατήστε τη λέξη «έλεγχος».

- Μ: Το κάναμε. Και μετά;

- Μ: Κύριε, έρχεστε λίγο. Τι κάνουμε παρακάτω;

- Δ: Για να ανάψει το λαμπάκι, τι πρέπει να κάνουμε, αφού ελέγξουμε το

κύκλωμα;

- Μ: Να κλείσουμε το διακόπτη.

Ο δάσκαλος καθ’ όλη τη διάρκεια της ενασχόλησης των παιδιών με το λογισμικό, στέκεται δίπλα τους συμπαραστάτης τους στις δυσκολίες που θα συναντήσουν κατά τη διάρκεια της πραγματοποίησης του πειράματος.

- Μ: Πρέπει να το κάνω κι εγώ, κύριε;

- Δ: Φυσικά, Ζωή, δεν είναι δύσκολο.

- Μ: Δεν μπορώ να το κάνω.

- (Δάσκαλος προς όλη την τάξη) Αν δυσκολευτεί κάποιος, θα τον βοηθήσει

κάποιος από την ομάδα. Αν δε τα καταφέρει θα τον βοηθήσω εγώ.

- Μ: Κύριε, έκανα μόνο τη μία σύνδεση. Πειράζει αν δεν κάνω τις άλλες;

- Δ: Κατάλαβες πως γίνεται η σύνδεση;

- Μ: Ναι, μα δε θέλω να κάνω και τις άλλες.

- Δ: Όπως θέλεις. Μπορείς όμως να συνεργαστείς με την υπόλοιπη ομάδα και να

απαντήσεις στις ερωτήσεις ή να παίξεις μαζί τους το παιχνίδι που έχει παρακάτω.

Η συνεργασία των μαθητών μεταξύ τους μα και με το δάσκαλο συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Ο δάσκαλος είναι ο συνεργάτης/συνερευνητής, ο βοηθός της ομάδας:

- (Μαθητής) Πώς ενώνω τα καλώδια;

- (Δάσκαλος) Πλησίασε την άκρη του καλωδίου και μόλις το βελάκι γίνει

χεράκι, πάτησε το δεξί κουμπί του ποντικιού.

- (Δάσκαλος) Πατάς το ποντίκι και τραβάς μέχρι την άκρη του διακόπτη.

- (Δάσκαλος) Που θα βάλεις την άκρη του καλωδίου;

- (Δάσκαλος) Μόλις γίνει χεράκι το συνδέεις στον ακροδέκτη.

- (Μαθητής) Α, κατάλαβα.

- (Δάσκαλος) Πάρε το άλλο καλώδιο και κάνε το ίδιο…. Έλεγξε το κύκλωμα.

Μπράβο. Άναψε το λαμπάκι;

Ο διάλογος και οι ερωτήσεις που γίνονται από το δάσκαλο βοηθούν στο να κατακτήσουν οι μαθητές του στόχους.

- Μ: Τελειώσαμε.

- Δ: Πάμε να δούμε τις ερωτήσεις τώρα.

- Μ: Ποιες ερωτήσεις;

- Δ: Υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις που θα μας κάνει το πρόγραμμα για να δούμε

αν καταλάβαμε το ηλεκτρικό κύκλωμα. Πατήστε πάνω στη λέξη θΕΩΡΙΑ.

Δείτε και το μοντέλο. Για να δούμε τι λέει η ερώτηση.

- (ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ) Τι κάνει η μπαταρία;

- Μ: Θέτει σε κίνηση τα ηλεκτρόνια.

- Δ: Που βρίσκονται τα ηλεκτρόνια;

- Μ: Μέσα στα καλώδια.

- Λ: Τι είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, λοιπόν;

- Μ: Τα ηλεκτρόνια.

- Δ: Ποια ηλεκτρόνια;

- Μ: Αυτά που κινούνται μέσα στα καλώδια.

- Δ: Για να βάλουμε το διακόπτη στο κύκλωμα.

- Δ: Που θα μπει ο διακόπτης;

- Δ: Τι θέλουμε να κάνουμε με το διακόπτη;

- Μ: Να σβήνουμε τη μία ή την άλλη λάμπα.

- Δ: Άρα που πρέπει να βάλουμε το διακόπτη; Ανάμεσα ή δίπλα στη λάμπα που

θέλουμε να αναβοσβήνουμε.

- Μ: Α, τώρα κατάλαβα. Εδώ.

- Δ: Τι διαφορά έχει η σύνδεση σε σειρά, με την παράλληλη;

- Μ: Στην πρώτη όταν σβήνει το ένα λαμπάκι σβήνει και το άλλο.

- Δ: Στην άλλη;

- Μ: Μία το ένα, μία το άλλο. Όποιο θέλουμε εμείς.

Αποτίμηση της Εμπειρίας: 

Η εφαρμογή της παραπάνω διδακτικής πρότασης ανέδειξε στην πράξη στοιχεία αναδιάρθρωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας που αφορούν εκπαιδευτικούς, μαθητές αλλά και την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία Οι μαθητές οικοδομούν τη νέα γνώση και αναπτύσσουν κριτική σκέψη, μέσα από τη συνεργατική και βιωματική δράση. Παράλληλα αποκτούν ποικίλες δεξιότητες και επιτυγχάνεται ο τεχνολογικός τους αλφαβητισμός.

Βιβλιογραφία: 

Βοσνιάδου Σ., Brewer W.F.(1994), Θεωρίες Αναδιοργάνωσης της Γνώσης. Στο Βοσνιάδου Σ. (επιμ.) Κείμενα Εξελικτικής Ψυχολογίας, Β΄ τόμος: Σκέψη. Gutenberg, Αθήνα.

Derry, S. J. (1999). A Fish called peer learning: Searching for common themes. In A. M.

Driver, R., Oldham, V. (1986). A Constructivist Approach to Curriculum Development. Studies in Science Education, vol. 13

Driver R., Guesne E., Tiberghien A., (1993). Oι ιδέες των παιδιών στις Φυσικές Επιστήμες. Αθήνα, Εκδ. Τροχαλία – Ε.Ε.Φ.

Driver R. (1995), Constructivist Approaches to Science Teaching. Στο Steffe L., Gale J.(ed), Constructivism in Education, Lawrence Erlbaum Associates, Publishers.

Driver R., Squires A., Rushworth P., Wood – Robinson V.(1998), Οικοδομώντας τις έννοιες των Φυσικών Επιστημών. Μια παγκόσμια σύνοψη των ιδεών των μαθητών. Εκδόσεις Τυποθήτω, Γιώργος Δαρδανός,, Αθήνα.

Duit, R. (1994). Conceptual Change Approaches in Science Education. Friedrich Schiller University of Jena, Germany

Duit R.(1995), The Constructivist View: A Fasionable and Fruitful Paradigm for Science Education Research and Practice. Στο Steffe L., Gale J.(ed), Constructivism in Education, Lawrence Erlbaum Associates, Publishers.

Ernest, P. (1999). Social Constructivism as a Philosophy of Mathematics: Radical Constructivism

Gredler, M. E. (1997). Learning and instruction: Theory into practice (3rd ed). Prentice-Hall. Upper Saddle River, NJ

Honey, M., & Henriguez, A. (1993), Telecommunications and K-12 Education: Findings from a National Survey. NY: Center for Technology in Education, Bank Street College of Education.

Κόκκοτας Π.(1996), Διδακτικές στρατηγικές για εννοιολογικές αλλαγές στις Φυσικές Επιστήμες. Στο Ματσαγγούρας Η. (επιμ.), Η εξέλιξη της Διδακτικής. Επιστημολογική Θεώρηση. Gutenberg, Αθήνα

Κόκκοτας, Π. (1998). Σύγχρονες Προσεγγίσεις στη Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: Η εποικοδομητική προσέγγιση της διδασκαλίας και της μάθησης, Αθήνα: Γρηγόρης.

Κοντογιαννοπούλου-Πολυδωρίδη Γ. (1992) «Οι εκπαιδευτικές και κοινωνικές διαστάσεις της χρήσης νέων τεχνολογιών στο σχολείο», Σύγχρονα Θέματα τεύχ.46-47 , Δεκ.1992

Κουλαΐδης Β. – Ράπτης Ν. (1992) «Ο υπολογιστής ως εργαλείο μάθησης: Η περίπτωση της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών», Νέα Παιδεία, 61, 141 – 153.

Κουμαράς Π., Ψύλλος Δ., Βαλασιάδης Ο., Ευαγγελινός Δ. (1990) «Επισκόπηση των απόψεων Ελλήνων μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην περιοχή των ηλεκτρικών κυκλωμάτων», Παιδαγωγική Επιθεώρηση, τ. 13, 125-154.

McMahon, M. (1997). Social Constructivism and the World Wide Web - A Paradigm for Learning. Paper presented at the ASCILITE conference. Perth, Australia.

Prawat, R. S., & Floden, R. E. (1994). Philosophical Perspectives on Constructivist Views of Learning. Educational Psychologist, 29(1), 37-48.

Psillos D., Koumaras P., Valassiades O. (1987) «Pupils representations of electric current before during and after instruction on D.C. circuits», Journal Research of Science Technology Education, 5 (2) 185-199.

Σολομωνίδου, Χρ. (2004). Σύγχρονη Εκπαιδευτική Τεχνολογία, Κώδικας, Θεσσαλονίκη

Summers M., Kruger C., Mant J. (1998), “Teaching electricity effectively in the primary school: a case study”, International Journal of Science Education, Vol. 20, No. 2, 153-172.

Tao P. - Gunstone R. (1999), “Conceptual change in science through collaborative learning at the computer”, International Journal of Science Education, Vol. 21, No. 1, 39-57.

Vygotsky, L. (1934). Σκέψη και γλώσσα, μτφ. από τη γερμανική έκδοση, Ανατ. Βερολίνο (1964), Γνώση, Αθήνα: 1993

Vygotsky, L. (1978). Mind in society. Cambridge, MA: Harvard University Prees Wheatley, G. (1991). Constructivist Perspectives in Science and Mathematics Learning. Science Education 75

ΥΠ.Ε.Π.Θ. - Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (2001) Διαθεματικό Εκπαιδευτικό Υλικό για την Ευέλικτη Ζώνη Τεύχος Β΄ Τάξεις Ε΄ ΣΤ΄ του Δημοτικού Σχολείου. Φυσικές Επιστήμες

ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Παιδαγ. Ινστ. (2001) Ερευνώ και Ανακαλύπτω Ε΄Τάξη του Δημοτικού Σχολείου.

ΥΠ.Ε.Π.Θ. - Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (2001) Ερευνώ και Ανακαλύπτω με μια ματιά Ε΄ Δημοτικού.

Zietsman A. – Hewson P. (1986), Effect of instruction using microcomputer simulations and conceptual change strategies on science learning”, Journal of Research in Science Teaching, 23 (1), 27-39.

Ψύλλος Δ., Κουμαράς Π., Καριώτογλου Π.(1993), Εποικοδόμηση στην τάξη με συνέρευνα Δασκάλου και Μαθητή. Σύγχρονη Εκπαίδευση τ.70, 34 – 42.