Αρχική Εμπειρία της Logo στο Νηπιαγωγείο

Γίδαρη Στυλιανή
Περίληψη: 

Η παρούσα μελέτη διερεύνησε τη συμπεριφορά, τις επιδόσεις και τις στρατηγικές των παιδιών στην αρχική τους εμπειρία σε υπολογιστικό περιβάλλον τύπου logo στο Νηπιαγωγείο. Τα παιδιά εργάσθηκαν αρχικά σε τέσσερεις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες: παιδί μόνο του, παιδί με συνομήλικο, παιδί με ενήλικα και παιδί με συνομήλικο και ενήλικα και στη συνέχεια ατομικά. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το περιβάλλον της logo είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τα νήπια και τα εμπλέκει ενεργά σε διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων. Τα παιδιά αντιμετώπισαν δυσκολίες στη διατύπωση τυπικών όρων προσανατολισμού, στην επιλογή των κατάλληλων εντολών, στη διάκριση μεταξύ των εννοιών της αλλαγής κατεύθυνσης και της μετακίνησης. Φάνηκε επίσης πως η συνεργασία μεταξύ συνομηλίκων με την υποστήριξη ενήλικα λειτουργεί προσθετικά στην ανατροφοδότηση που παρέχει το ίδιο το πρόγραμμα ενισχύοντας την ικανότητα επίλυσης προβλήματος. Τα παιδιά εμφάνισαν ποιοτικά διαφορετικά επίπεδα επιδόσεων αναφορικά με το είδος των διεργασιών που ανέπτυξαν τα οποία κυμαίνονται από την αφελή (naive) απόδοση έως αυτή του γνώστη (knowledgeable) μέσω μίας μεταβατικής (transitional) και υπεροπτικής (cavalier) φάσης για κάποια παιδιά.
Αρχική Εμπειρία της Logo στο Νηπιαγωγείο:Περιγραφή της Επίδοσης, της Επίλυσης Προβλήματος και του Κοινωνικού Πλαισίου Μάθησης
Ο προγραμματισμός των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών αποτελεί μία διαδικασία η οποία στηρίζεται στην ανάλυση αρχικά ενός προβλήματος και στη συνέχεια στη συγγραφή ενός προγράμματος που οδηγεί στην επίλυσή του. Υποστηρίζεται δε ότι καλλιεργεί τη λογική σκέψη, την αλγοριθμική επίλυση προβλημάτων και την ανάπτυξη ανώτερων μορφών σκέψης (Κόμης, 2004; Papert, 1991; Φεσάκης, Γούλη & Μαυρουδή, 2010). Η παρούσα έρευνα ασχολείται με την επίδοση των παιδιών σε ένα συγκεκριμένο προγραμματιστικό περιβάλλον που ονομάζεται Logo. Η γλώσσα logo αναπτύχθηκε από τον Seymour Papert στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, το 1968 και περικλείει τα πάντα, από μία γλώσσα προγραμματισμού έως μια φιλοσοφία της εκπαίδευσης (Yelland, 1995). Σύμφωνα με τον Papert (1991) η γλώσσα logo αποτελεί ένα περιβάλλον στο οποίο οι εκπαιδευόμενοι μπορούν να έχουν οι ίδιοι τον έλεγχο της μάθησής τους και να κατακτήσουν δεξιότητες και έννοιες ανεξάρτητα από το ασφυκτικό πρόγραμμα σπουδών που παράγεται από τους ενήλικες (Emihovich & Miller, 1986). Οδηγεί στην ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης προβλήματος που μπορεί να μεταφερθεί σε άλλες γνωστικές περιοχές και αποτελεί ιδανικό περιβάλλον για τη μάθηση βασικών γεωμετρικών εννοιών όπως οι γωνίες, τα πολύγωνα κλπ (Κόμης, 2004). Είναι επίσης ένα μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους εκπαιδευτικούς για να υποστηρίξει την ανάπτυξη νέων τρόπων σκέψης και μάθησης. Μία πτυχή της logo, τα γραφικά της χελώνας αποτελούν ένα απλό σημείο εισόδου των μικρών παιδιών στον προγραμματισμό του υπολογιστή, αφού μπορούν εισάγοντας απλές εντολές να κινήσουν τη χελώνα και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες επίλυσης προβλημάτων που έχουν νόημα γι αυτά. Σχεδιάστηκαν με τρόπο ώστε τα παιδιά να μπορούν, χρησιμοποιώντας ένα μεταβατικό αντικείμενο, τη χελώνα, να σκέπτονται με αυτό, ενισχύοντας έτσι τη γνωστική τους ανάπτυξη (Papert, 1991; Yellant, 1995).
Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους ανταποκρίνονται τα παιδιά σε ένα τέτοιο ανοικτό υπολογιστικό περιβάλλον το οποίο τους παρέχει αυξημένη δυνατότητα να πάρουν ανατροφοδότηση από τα ίδια τους τα λάθη. Επίσης εστιάζει στα αποτελέσματα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στη μάθηση στο περιβάλλον της logo, είτε πρόκειται για αλληλεπίδραση μεταξύ συνομηλίκων είτε με κάποιον ενήλικα. Απώτερος στόχος είναι η ενημέρωση των εκπαιδευτικών για πτυχές της μάθησης που θα τους ήταν χρήσιμες στην οργάνωση μαθησιακών δραστηριοτήτων με υπολογιστές για τους μαθητές τους και την ανάδειξη περιοχών για περαιτέρω έρευνα. Σύμφωνα με τους Legros, Pudelko και Crinon (Huges & Greenhough, 1995; Σολομωνίδου, 2002) από την πλευρά της ψυχολογίας υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις της συνεργατικής μάθησης. Η πρώτη προσέγγιση, η κοινωνικο-εποικοδομητική που επηρεάζεται έντονα από τις εργασίες του Piaget τονίζει τη σπουδαιότητα της ενεργητικής και άμεσης επαφής στη γνωστική ανάπτυξη και τη σημασία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνομηλίκων για την προώθηση της. Η δεύτερη προσέγγιση, η κοινωνικο-πολιτιστική που επηρεάστηκε από το έργο του Vygotsky δίνει ευρύτερη έμφαση στις πολιτιστικές επιρροές στην ανάπτυξη, την οποία θεωρεί ως το αποτέλεσμα μιας κοινωνικά διαμεσολαβούμενης δραστηριότητας που βασίζεται στην κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ παιδιού και ενήλικα ή ικανότερου συνομηλίκου. Η Τρίτη προσέγγιση προτείνεται κυρίως από τους Lave & Wenger είναι η πλαισιωμένη μάθηση (situated learning) που συνδέεται με τη διαμοιρασμένη γνώση όπου το περιβάλλον αποτελεί μέρος της γνωστικής δραστηριότητας και μέσα του αλληλεπιδρούν όλοι οι παράγοντες που παράγουν γνώση δηλαδή τα υλικά και τα άτομα καθώς και οι ατομικές και κοινωνικές πρακτικές.
Η έρευνα για τη συνεργατική μάθηση έχει ακολουθήσει κυρίως τις δύο πρώτες προσεγγίσεις. Τα πορίσματα των ερευνών για τη συνεργατική μάθηση προτείνουν ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ συνομηλίκων μπορεί να διευκολύνει τη γνωστική ανάπτυξη. Τα παιδιά μαθαίνουν πιο αποτελεσματικά όταν εργάζονται από κοινού, ενθαρρύνοντας και βοηθώντας ο ένας τον άλλο καθώς προσπαθούν να συντονίσουν τη σκέψη τους και όταν μοιράζονται την ευθύνη για την ολοκλήρωση της εργασίας (Gauvain & Rogoff, 1989; Nastasi & Clements, 1993; Wild & Braid, 1997). Με τον τρόπο αυτό και μέσα από την ανατροφοδότηση των συνεργατών μπορούν να κατανοήσουν ανακολουθίες ή προβλήματα στην κατανόησή τους και να αποσαφηνίσουν τις γνώσεις τους (Gauvain & Rogoff, 1989). Η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων μπορεί να βελτιωθεί με τη συνεργατική μάθηση και τα παιδιά στη συνέχεια να έχουν καλύτερες επιδόσεις στην επίλυση προβλημάτων σε ατομικές εργασίες. Ωστόσο τα ευρήματα των μελετών ως προς την αποτελεσματικότητα της συνεργατικής μάθησης σε σχέση με τη σύνθεση της ομάδας, υποδηλώνουν ότι κάποιοι μαθητές μπορεί να ωφελούνται περισσότερο από την εργασία σε ομοιογενείς ομάδες ενώ άλλοι λειτουργούν καλύτερα σε ανομοιογενείς ομάδες (Clements & Nastasi, 1988; Emihovich & Miller, 1988; Hughes & Greenhough, 1995). Παρόλο που οι δύο προσεγγίσεις φαίνονται να λειτουργούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη παρατηρείται μία τάση γεφύρωσης με τους ερευνητές να χρησιμοποιούν τα Βιγκοτσκιανά πλαίσια για να αναλύσουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ συνομηλίκων και την εμφάνιση κοινών θεμάτων μεταξύ τους όπως για παράδειγμα ο σημαντικός ρόλος του σχεδιασμού. Η Rogoff, προσπαθώντας να προσεγγίσει τις δύο παραδόσεις πρότεινε ότι διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια προωθούν διαφορετικές πτυχές της διανοητικής λειτουργίας, ώστε η ανάπτυξη κατανόησης και δεξιοτήτων μπορεί να διευκολυνθούν από κάποιον πιο έμπειρο ενώ αλλαγές στις απόψεις προωθούνται καλύτερα μεταξύ συνομηλίκων (Hughes & Greenhough, 1995). Έρευνα της Yellant το 1998, ειδικότερα για τη συνεργατική μάθηση σε υπολογιστικό περιβάλλον έδειξε ότι η αποτελεσματική επίλυση προβλημάτων προάγεται σημαντικά όταν τα παιδιά μπορούν να εργαστούν από κοινού, να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν στρατηγικές και να μπορούν να ακούν εναλλακτικές απόψεις και να τις συμβιβάζουν με τις δικές τους ώστε να προχωρούν συναινετικά στην εργασία τους (Yellant & Masters, 2007).
Ένα από τα βασικότερα σημεία της θεωρίας του Vygotsky είναι η έννοια της «Ζώνης της Επικείμενης Ανάπτυξης», της απόστασης δηλαδή μεταξύ αυτού που μπορεί το παιδί να πετύχει μόνο του και αυτού που μπορεί να πετύχει με την καθοδήγηση ενός ενήλικα ή σε συνεργασία με έναν πιο ικανό συνομήλικο (Yelland & Masters, 2007). Για την περιγραφή και την αναπαράσταση των τρόπων που οι ενήλικες και οι πιο ικανοί συνομήλικοι μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά μέσα στη «Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης» έχουν χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τις Yellant & Masters (2007) όροι όπως καθοδηγούμενη συμμετοχή (guided participation, Rogοff, 1990), αμοιβαία διδασκαλία (reciprocal teaching, Brown, 1978), γνωστικό μοντέλο μαθητείας (Collins, Brown & Newman, 1989). Ο πιο γνωστός, όμως όρος είναι η σκαλωσιά (scaffolding) που εισήχθη από τους Wood, Bruner & Ross (1978). Πρόκειται για μία διαδικασία που επιτρέπει στο παιδί να επιλύσει ένα πρόβλημα, να εκτελέσει μία εργασία ή να πετύχει στόχους που δεν θα μπορούσε χωρίς βοήθεια. Το υποστηρικτικό αυτό σύστημα προσφέρεται στο παιδί ανάλογα με τις ανάγκες του, μειώνεται σταδιακά και αφαιρείται τη στιγμή που μπορεί να τα καταφέρει μόνο του για να επανεμφανιστεί όταν χρειαστεί πάλι βοήθεια (Wood et al., 1978; Ντολιοπούλου, 2002). Ο σημαντικός ρόλος της αποτελεσματικής υποστήριξης των εκπαιδευτικών στα παραδοσιακά μαθησιακά περιβάλλοντα έχει επισημανθεί επανειλημμένα. Ωστόσο, και στα υπολογιστικά περιβάλλοντα σύμφωνα με τους Light & Light, 1999 ο ρόλος και οι στρατηγικές του εκπαιδευτικού είναι σαφώς ένας σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της αποτελεσματικής μάθησης (Rasku-Puttonen, Etelapelto, Hakkinen & Arvaja, 2002). Οι Schetz & Stremmel (1994) εξέτασαν το ρόλο του δασκάλου στην υποστήριξη νηπίων σε δραστηριότητες στον υπολογιστή και συμπέραναν ότι ο ρόλος του δασκάλου είναι κρίσιμος ανεξάρτητα από το λογισμικό που χρησιμοποιείται. Επίσης το είδος και η ποσότητα της υποστήριξης πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες των μαθητών και τους στόχους της δραστηριότητας. Οι Barbuto, Swaminathan, Trawick-Smith and Wright (2003) σε έρευνα τους με αρχάριους στους υπολογιστές εκπαιδευτικούς της προσχολικής ηλικίας στο πρόγραμμα «Tech4PreK» διαπίστωσαν ότι οι εκπαιδευτικοί που υποστήριζαν αποτελεσματικότερα τα παιδιά ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την επικοδομητική παιδαγωγική και ήταν ενθουσιώδεις για την εισαγωγή των υπολογιστών στην εκπαίδευση. Οι Hughes & Greenhough (1995) σύγκριναν τη μάθηση 7-χρονων παιδιών καθώς εργαζόταν σε τέσσερες διαφορετικές συνθήκες (παιδί μόνο, παιδί με συνεργάτη, παιδί με ενήλικα, παιδί με συνεργάτη και ενήλικα) σε περιβάλλον τύπου logo. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους δεν έδειξαν σημαντική διαφορά στις επιδόσεις των παιδιών στις τέσσερεις διαφορετικές συνθήκες και συμπέραναν ότι η ανατροφοδότηση του προγράμματος και η συνεργασία με τους συνομήλικους και η παρέμβαση των ενηλίκων μάλλον δεν λειτουργούν προσθετικά ως προς τα αποτελέσματά τους στη μάθηση. Οι Yelland & Masters (Yelland & Masters, 2007), αντίθετα, σε μία σειρά ερευνών το 1994 και 1995, με παιδιά 5-11 ετών που εργαζόταν σε ομοιογενή ζεύγη σε υπολογιστικά περιβάλλοντα τύπου logo διαπίστωσαν ότι η υποστήριξη των εκπαιδευτικών ενισχύει τη μάθηση, οδηγεί σε βαθύτερη κατανόηση των σχετικών εννοιών και των στρατηγικών διαδικασιών και επηρεάζει θετικά την αυτό-αποτελεσματικότητα και το ενδιαφέρον των παιδιών. Στην εργασία τους αυτή μετά από παρατήρηση της αυθόρμητης συμπεριφοράς των παιδιών κατά την επίλυση προβλημάτων σε περιβάλλον logo προτείνουν τρία είδη υποστήριξης των εκπαιδευτικών προς τα παιδιά: τη γνωστική, την τεχνική και τη συναισθηματική. Με τον όρο γνωστική υποστήριξη δηλώνονται οι δραστηριότητες που αναφέρονται στην ανάπτυξη εννοιολογικής και διαδικαστικής κατανόησης και περιλαμβάνουν τεχνικές ή στρατηγικές όπως τη χρήση ερωτήσεων, τη μοντελοποίηση, βοήθεια στο να καταστρώνουν σχέδια και να κατασκευάζουν σχεδιαγράμματα, και ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των παιδιών. Η τεχνική υποστήριξη σχετίζεται με το γεγονός ότι η εργασία πραγματοποιείται στον υπολογιστή. Τόσο, λοιπόν, οι δραστηριότητες όσο και το ίδιο το περιβάλλον αποτελούν διαμεσολαβητές για τη μάθηση καθώς μέσα από το σχεδιασμό τους ενσωματώνουν κατασκευές που διευκολύνουν την κατανόηση και την επίλυση προβλημάτων. Οι εκπαιδευτικοί ως συνεργάτες και διευκολυντές πρέπει να επισημαίνουν στα παιδιά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του τεχνολογικού περιβάλλοντος που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τα μαθησιακά αποτελέσματα. Η συναισθηματική υποστήριξη επίσης είναι πολύ σημαντική τόσο για να κρατήσει τα παιδιά στο στόχο τους όσο και για να τα ενθαρρύνει σε υψηλότερα επίπεδα σκέψης κατά την ενασχόλησή τους με ποικίλες μαθησιακές δραστηριότητες. Αρχικά παρέχεται στα παιδιά γνωστική, τεχνική και συναισθηματική υποστήριξη. Όσο προχωρούν στην εργασία τους, εξοικειώνονται με το περιβάλλον και η αυτοπεποίθησή τους αυξάνει η τεχνική και συναισθηματική υποστήριξη μειώνονται και τελικά μειώνεται και η ανάγκη για γνωστική υποστήριξη.
Κατά τον Olson (Emmovich& Miller, 1988) o τρόπος που ο υπολογιστής εναρμονίζεται με ένα τέτοιο πλαίσιο έγκειται στο ότι αποτελεί μία πολιτιστική κληρονομιά που ενισχύει τη γνωστική ανάπτυξη. Όταν χρησιμοποιείται ένα διαδραστικό ανοικτού τύπου λογισμικό, όπως την περίπτωσή μας η γλώσσα logo, ο υπολογιστής παύει να αποτελεί ένα απλό εργαλείο αλλά καθώς τα άτομα τον χρησιμοποιούν «μιλούν» μαζί του και λαμβάνουν σαν επιστροφή πληροφορίες στην οθόνη μεταβάλλεται σε έναν αλληλεπιδραστικό συνεργάτη. Αυτή η τοποθέτηση δεν μειώνει την ιδέα του Vygotsky ότι η πηγή της νοητικής ανάπτυξης βρίσκεται στις αλληλεπιδράσεις παιδιού ενήλικα ή ικανότερου συνομηλίκου αλλά την επεκτείνει ώστε να συμπεριλάβει διαψυχολογικές συνεργατικές λειτουργίες με ένα «νοήμον», διαδραστικό σύστημα διδασκαλίας όπως ο υπολογιστής.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γλώσσας logo είναι η δημιουργία ενός «Πιαζετιανού» περιβάλλοντος μάθησης όπου το παιδί έχει τη δυνατότητα να μάθει μέσω της εμπειρίας. Οι μικρόκοσμοι της logo επιτρέπουν στους μαθητές να δρουν ελεύθερα, να κατασκευάζουν ενεργά και να παίζουν με μαθηματικές ιδέες και έννοιες, να δοκιμάζουν τις γνώσεις τους και τις ιδέες τους και να χρησιμοποιούν τα εργαλεία που διαθέτει, ενθαρρύνοντας την εξερεύνηση και την ανακαλυπτική μάθηση (Γαβρίλης, 2002). Η logo αποτελεί ένα περιβάλλον το οποίο παρέχει στα παιδιά τη δυνατότητα να μάθουν από τα ίδια τους τα λάθη, να σκεφτούν γύρω από αυτά και να επωφεληθούν διορθώνοντάς τα (Papert, 1991). Η έννοια, λοιπόν της εκσφαλμάτωσης είναι μία ισχυρή ιδέα που μπορεί να επεκταθεί πέρα από τα προγραμματιστικά της πλαίσια σε διάφορες καταστάσεις επίλυσης προβλημάτων. Ένα απλό μοντέλο ανατροφοδότησης του προγράμματος φαίνεται στο σχήμα 1 και έχει προταθεί από τους Norman και Hughes & Greenhough (Hughes & Greenhough, 1995). Το μοντέλο προτείνει μία κυκλική διαδικασία η οποία ξεκινά με κάποιο είδος ανάλυσης έργου. Ο μαθητής μελετά τον γενικό του στόχο (π.χ. η πασχαλίτσα πρέπει να πάει στο φύλλο) και σχεδιάζει τις κινήσεις για την επίτευξή του. Το αποκύημα αυτής της ανάλυσης είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ( π.χ. θέλω να γυρίσει η πασχαλίτσα προς το φύλλο), το οποίο στη συνέχεια πρέπει να μεταφραστεί σε μία συγκεκριμένη εντολή την οποία να αναγνωρίζει το σύστημα (π.χ. αριστερή στροφή 45º). Η εντολή εισάγεται στον υπολογιστή, μεταφέρεται στην πασχαλίτσα και στην οθόνη παράγεται σαν πραγματικό αποτέλεσμα μία συγκεκριμένη κίνηση της πασχαλίτσας. Στη συνέχεια πραγματοποιείται η σύγκριση μεταξύ του επιδιωκόμενου και του πραγματικού αποτελέσματος. Ως αποτέλεσμα αυτής της σύγκρισης ο μαθητής παίρνει ανατροφοδότηση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της μάθησης. Στην περίπτωση που τα επιδιωκόμενα και τα πραγματικά αποτελέσματα συμπίπτουν πραγματοποιείται κάποιο είδος ενίσχυσης για την αρχική ανάλυση του έργου και για τις διεργασίες μετάφρασης. Αν δεν συμπίπτουν τότε μπορεί να ενεργοποιηθούν δύο διαδικασίες: η εκσφαλμάτωση και /ή η επιδιόρθωση. Η εκσφαλμάτωση είναι μία αναστοχαστική διαδικασία κατά την οποία ο μαθητής εντοπίζει την αιτία του σφάλματος ( π.χ. έπρεπε να δοθεί η εντολή στροφή δεξιά 45º) και στη συνέχεια είτε τροποποιεί την αρχική ανάλυση έργου είτε τις διεργασίες μετάφρασης που αρχικά δημιούργησαν το σφάλμα. Η επιδιόρθωση από την άλλη είναι μία πιο άμεση ανταπόκριση στο λάθος και θα μπορούσε να είναι μία προσπάθεια να διορθωθεί το λάθος σχετικά με τα υποέργα (π.χ. Η λάθος στροφή αριστερά 45º θα μπορούσε να διορθωθεί με μία στροφή δεξιά 45º και στη συνέχεια να μπει άλλη μία δεξιά στροφή 45º). Το μοντέλο παρέχει διάφορους τρόπους που το λάθος μπορεί να εμπλακεί στη μάθηση και είναι φανερό ότι ο μαθητής λαμβάνει ανατροφοδότηση για την επίλυση του προβλήματος στο οποίο εμπλέκεται.


Σχήμα 1. Το μοντέλο ανατροφοδότησης που παρέχεται στο παιδί από το πρόγραμμα της logo (Hughes & Greenhough, 1995).

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η ανατροφοδότηση που παρέχει το πρόγραμμα είναι επαρκής ώστε το παιδί να αναπτύξει στρατηγικές εκσφαλμάτωσης και επίλυσης προβλημάτων ή χρειάζεται η διαμεσολάβηση του εκπαιδευτικού ή ακόμη και η συνεργασία με κάποιον συνομήλικο. Η έρευνα όπου το ίδιο το λογισμικό να συνιστά υποστήριξη είναι πολύ περιορισμένη. Οι Scardamalia & Bereiter ανέπτυξαν το 1996 το σύστημα CSILE για να υποστηρίζει τις αλληλεπιδράσεις εκπαιδευτικών, μαθητών, γονέων και ειδικών (Yellant & Masters, 2007). Το σύστημα προωθεί την ενεργή οικοδόμηση της γνώσης με τη στήριξη της δημιουργίας και ανάπτυξης της εννοιολογικής κατανόησης. Οι έρευνες των Oshima & Oshima και των Cuther & Hoadley (1989) με το CSILE υποστήριξε με θετικό τρόπο την οικοδόμηση της γνώσης σε συνάρτηση με την υποστήριξη από τον υπολογιστή, τους εκπαιδευτικούς και τους συνομηλίκους (Yellant & Masters, 2007). Επίσης σε έρευνες των Wood (1996) και Luckin (2001) χρησιμοποιήθηκε λογισμικό ως δάσκαλος και οδηγός μάθησης με θετικά αποτελέσματα ενώ σε έρευνα των Mercer & Wegerif επίσης το λογισμικό TRAC χρησιμοποιήθηκε για να υποστηρίξει τη γλώσσα ως εργαλείο για λογική και συνεργατική δραστηριότητα (Yellant & Masters, 2007).

Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παρατήρηση και η περιγραφή της συμπεριφοράς των μικρών παιδιών στην αρχική χρήση της logo καθώς και η διερεύνηση των διαφορών στις στρατηγικές και στην αποτελεσματικότητα των παιδιών όταν εργάζονται σε περιβάλλον logo μόνα, με ένα συμμαθητή ή με έναν ενήλικα.

Τα ερευνητικά μας ερωτήματα λοιπόν είναι τα εξής: Πώς ανταποκρίνονται τα παιδιά και ποιες δυσκολίες συναντούν σε υπολογιστικά περιβάλλοντα τύπου logo; Αναπτύσσουν και τι είδους στρατηγικές τα παιδιά για την επίλυση προβλήματος σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Σε υπολογιστικά προγράμματα τύπου logo όπου παρέχονται σημαντικές ευκαιρίες να λάβουν τα παιδιά ανατροφοδότηση από το ίδιο το περιβάλλον και να μάθουν μόνα τους μέσα από τη συστηματική εκσφαλμάτωση η υποστήριξη που παρέχει ο εκπαιδευτικός ή η συνεργασία με τους συνομηλίκους αυξάνει τα μαθησιακά αποτελέσματα;

Συμμετέχοντες: Το δείγμα της έρευνάς μας αποτελούν 6 νήπια, 3 αγόρια και 3 κορίτσια με μέσο όρο ηλικίας 5 χρονών. Τα παιδιά τοποθετούνται τυχαία σε τέσσερεις διαφορετικές συνθήκες:

Συνθήκη Α: Ένα παιδί μόνο του. Συνθήκη Β: Ένα παιδί με την υποστήριξη του εκπαιδευτικού. Συνθήκη Γ: Ένα ζεύγος παιδιών. Συνθήκη Δ: Ένα ζεύγος παιδιών με την υποστήριξη του εκπαιδευτικού.
Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιηθήκαν τα προγραμματιστικά περιβάλλοντα Ladybug leaf και Ladybug maze που διατίθενται ελεύθερα στο διαδίκτυο στη διεύθυνση http://nlvm.usu.edu/en/nav/vlibrary.html. Τα περιβάλλοντα βασίζονται στη γλώσσα logo και διαθέτουν διεπαφή χρήστη προσαρμοσμένη σε μικρά παιδιά. Έτσι διαθέτουν έξι εντολές, οι οποίες εμφανίζονται με απλά γραφικά σε κουμπιά: μπροστά, πίσω, στροφή δεξιά 45º, στροφή δεξιά 90º, στροφή αριστερά 45º, στροφή αριστερά 90º. Η οθόνη χωρίζεται σε τρία μέρη. Δεξιά βρίσκεται το βασικό μενού. Πάνω αριστερά ο χώρος εκτέλεσης του προγράμματος. Κάτω αριστερά ο χώρος που σχηματίζεται το πρόγραμμα με μορφή ακολουθίας πλακιδίων.

Εικόνα 1. Το περιβάλλον των δραστηριοτήτων 1 και 2 Εικόνα 2. Το περιβάλλον των δραστηριοτήτων 4 και 5.

Το πρόγραμμα μπορεί να τροποποιηθεί με την προσθαφαίρεση εντολών και να εκτελεστεί συνολικά ή τμηματικά. Στο Ladybug leaf η μαθησιακή δραστηριότητα αφορά την μετακίνηση μιας πασχαλίτσας ώστε να κρυφτεί πίσω από ένα φύλλο. Στο Ladybug maze η πασχαλίτσα πρέπει να πραγματοποιήσει μία διαδρομή σε λαβύρινθο και να φτάσει σε ένα καθορισμένο σημείο. Και στις δύο περιπτώσεις η πασχαλίτσα αφήνει πίσω της ένα ίχνος με κυκλάκια σε κάθε βήμα της. Τα νήπια μέσα από την εκτέλεση διαδρομών, ασκούνται στην εφαρμογή εννοιών προσανατολισμού, μέτρησης και γωνίας περιστροφής. Εισάγονται στις βασικές έννοιες του προγραμματισμού: Εντολή, πρόγραμμα, εκτέλεση προγράμματος, εκσφαλμάτωση.

Στην παρούσα έρευνα θα χρησιμοποιηθούν πέντε δραστηριότητες κλιμακούμενης δυσκολίας: Δραστηριότητα 1η – ολοκλήρωση διαδρομής. Τα παιδιά πρέπει να οδηγήσουν την πασχαλίτσα πίσω από το φύλλο. Δραστηριότητα 2η – διαδρομή. Τα παιδιά πρέπει να στρέψουν την πασχαλίτσα 45º δεξιά και να την οδηγήσουν πίσω από το φύλλο. Δραστηριότητα 3η – εκσφαλμάτωση. Τα παιδιά καλούνται να εντοπίσουν και να διορθώσουν το λάθος σε δοσμένο πρόγραμμα ώστε να οδηγήσουν την πασχαλίτσα πίσω από το φύλλο. Δραστηριότητα 4η – ολοκλήρωση διαδρομής λαβύρινθου. Τα παιδιά πρέπει να ολοκληρώσουν μία ημιτελή διαδρομή ώστε να φτάσει η πασχαλίτσα σε δοσμένο σημείο στο λαβύρινθο. Δραστηριότητα 5η- εκσφαλμάτωση. Τα παιδιά καλούνται να εντοπίσουν και να διορθώσουν το λάθος σε δοσμένο πρόγραμμα στο λαβύρινθο.

Μέτρηση της επίδοσης: Η μέτρηση της επίδοσης έγινε στην 3η συνεδρία με το συνολικό αριθμό των κινήσεων της πασχαλίτσας έως την ολοκλήρωση όλων των δραστηριοτήτων, το συνολικό αριθμό των λαθών και το συνολικό χρόνο που χρειάστηκε για να ολοκληρωθούν οι εργασίες. Ως λάθη υπολογίστηκαν όλες οι κινήσεις που δενβοηθούσαν στην επίτευξη του στόχου και ακολουθήθηκαν είτε άμεσα είτε στη συνέχεια από μία διορθωτική κίνηση. Ο χρόνος μετρήθηκε σε λεπτά.

Εικόνα 3. Το περιβάλλον της 3ης δραστηριότητας

Υποστήριξη της Εκπαιδευτικού: Η υποστήριξη της εκπαιδευτικού ξεκίνησε με την επιλογή του κατάλληλου αναπτυξιακά περιβάλλοντος logo ώστε να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες και το επίπεδο των παιδιών και να περιλαμβάνει εργασίες που να έχουν νόημα για αυτά, να κινητοποιούν και να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον τους. Περιελάμβανε ακόμη την παροχή κατάλληλων υλικών, τη διαρρύθμιση του χώρου, την οργάνωση των ομάδων εργασίας και άλλες ρυθμίσεις για τη στήριξη της συνεργασίας και τη δίκαιη κατανομή των πόρων. Αυτή η διάσταση της υποστήριξης της εκπαιδευτικού μπορεί να παραλληλιστεί με την παιδαγωγική πλαισίωση των Siraj-Blatchford, Sylva, Muttock, Gilden & Bell (Plowman & Stephen, 2007), την περιφερική (distal) καθοδήγηση των Plowman & Stephen (2007) και την υποστήριξη πρώτου επιπέδου (περιβαλλοντικές διατάξεις) της Anghileri (2006). Κατά την συνεδρία της εκμάθησης παρατηρήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα παιδιά ώστε η υποστήριξη του εκπαιδευτικού να οργανωθεί ανάλογα με τις ανάγκες τους. Έτσι, κατά τη διάρκεια της εργασίας των παιδιών, και στις τέσσερεις συνθήκες παρασχέθηκε από την εκπαιδευτικό συναισθηματική και τεχνική υποστήριξη, που περιελάμβανε την παρότρυνση και ενθάρρυνση των παιδιών να συνεχίσουν την εργασία τους, με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, να εφαρμόζουν τις ιδέες τους, να εξερευνούν και να παίρνουν ρίσκα γνωρίζοντας ότι σε αυτή την εργασία στον υπολογιστή οτιδήποτε πήγαινε λάθος μπορούσε εύκολα να διορθωθεί. Π.χ. (Έχουν ήδη δώσει τέσσερα βήματα μπροστά και δέκα διαφορετικές στροφές προσπαθώντας να στρίψουν την πασχαλίτσα δεξιά ώστε να στραφεί προς τα κάτω. Παρόλα αυτά η πασχαλίτσα κοιτάζει προς το πάνω μέρος της οθόνης).

Ημερολόγιο Εφαρμογή στην Πράξη: 

Πραγματοποιήθηκαν τέσσερεις συνεδρίες.
Συνεδρία 1η: Τα παιδιά δούλεψαν ατομικά και ασκήθηκαν στις εντολές, τα σύμβολα και τον τρόπο λειτουργίας των προγραμμάτων. Επίσης εξηγήσαμε στα παιδιά τη δυνατότητα εκσφαλμάτωσης που υπάρχει στο πρόγραμμα. Παράλληλα με την πασχαλίτσα οθόνης χρησιμοποιήθηκε και ένα χάρτινο χειραπτικό ομοίωμα για καλύτερη κατανόηση των θέσεων της πασχαλίτσας και της έννοιας της στροφής. Στη συνέχεια τα αφήσαμε να εξερευνήσουν ελεύθερα το περιβάλλον.

Εικόνα 5. Χρήση χάρτινου ομοιώματος πασχαλίτσας για την κατανόηση των θέσεων της πασχαλίτσας και της έννοιας της στροφής.

Συνεδρία 2η: Τα παιδιά δούλεψαν τοποθετημένα στις τέσσερεις συνθήκες της έρευνας και εκτέλεσαν τις πέντε προκαθορισμένες δραστηριότητες.

Συνεδρία 3η: Τα παιδιά δούλεψαν ατομικά με δραστηριότητες ίδιες με αυτές της 2ης συνεδρίας.

Μεταξύ των συνεδριών μεσολάβησαν από 2 έως 3 ημέρες. Όλες οι συνεδρίες βιντεοσκοπήθηκαν αλλά από λάθος χειρισμό κάποια βίντεο χάθηκαν.
Αποτελέσματα: Από τα αποτελέσματα της έρευνάς μας φαίνεται ότι το περιβάλλον της logo αποτελεί ένα ιδιαίτερα ελκυστικό περιβάλλον για τα παιδιά και η ενασχόληση με τη χελώνα ή στην προκειμένη περίπτωση με την πασχαλίτσα τα εμπλέκει ενεργά σε προβλήματα που έχουν νόημα γι αυτά και τα ενδιαφέρουν. Τα παιδιά σε όλες τις συνθήκες εργάστηκαν με αμείωτο ενδιαφέρον και δεν εγκατέλειψαν τις εργασίες τους ακόμη και όταν συνάντησαν σοβαρές δυσκολίες. Χαρακτηριστικά η ομάδα των παιδιών που δούλευαν χωρίς υποστήριξη, στη 2η δραστηριότητα αν και έχασαν από λάθος χειρισμό τρεις φορές την εργασία τους δεν εγκατέλειψαν αλλά συνέχισαν και κατάφεραν μετά από 13΄ και 42΄΄ να την ολοκληρώσουν.

Τα παιδιά κατά την πρώτη τους επαφή με το περιβάλλον της Logo αντιμετώπισαν ορισμένα προβλήματα που μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: Δυσκολεύτηκαν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ των εννοιών της αλλαγής κατεύθυνσης και της αλλαγής θέσης. Έτσι για να κινηθεί η πασχαλίτσα προς τα εμπρός όταν ήταν στραμμένη προς τα κάτω έδιναν εντολή να στρίψει. Σε αυτό συντέλεσε σε κάποιο βαθμό και η εικονογράφηση των κουμπιών που προκαλεί σύγχυση και θα μπορούσε να βελτιωθεί.


Εικόνα 6. Τα κουμπιά εντολών

Ακόμη συνέχεαν την έννοια του πίσω που αποτελεί τοπολογική έννοια στο περιβάλλον με την έννοια της αναίρεσης. Έτσι επέλεγαν το κουμπί «πίσω» προσπαθώντας να επαναφέρουν την πασχαλίτσα σε προηγούμενη κατάσταση. Επίσης όταν η πασχαλίτσα ήταν στραμμένη προς τα αριστερά της οθόνης πίστευαν ότι θα προχωρήσει προς τα εμπρός με το κουμπί «πίσω». Με την εξάσκηση και την εκτέλεση όλων των εργασιών βελτιώθηκε σημαντικά η παραπάνω δυσκολία παρέμεινε όμως για κάποια παιδιά. Πιθανόν η εικονογράφηση των κουμπιών θα πρέπει να επανεξετασθεί.Τα παιδιά δεν χρησιμοποιούσαν τυπικούς όρους προσανατολισμού π.χ. αντί για μπροστά χρησιμοποιούσαν τον όρο ευθεία ή ίσια ή κάτω, αντί για στροφή δεξιά χρησιμοποιούσαν τον όρο στροφή κάτω ή στροφή πάνω κλπ. Η πιθανότερη αιτία ήταν ότι έπρεπε να κινήσουν την πασχαλίτσα στην κάθετη επιφάνεια προβολής του περιβάλλοντος κάτι που δεν συνδέεται με τις εμπειρίες τους στην καθημερινή ζωή όπου κινούνται σε οριζόντιο επίπεδο. Σημαντικές δυσκολίες παρατηρήθηκαν, επίσης στην επιλογή των κατάλληλων εντολών κυρίως όταν έπρεπε η πασχαλίτσα να στρίψει. Τα παιδιά, ιδιαίτερα όταν η πασχαλίτσα δεν ήταν προσανατολισμένη προς το πάνω μέρος της οθόνης αλλά αντιμέτωπή τους δεν μπορούσαν να επιλέξουν τη σωστή στροφή για να την μετακινήσουν. Φαίνεται ότι όταν δεν έχουν σημείο αναφοράς τον εαυτό τους δυσκολεύονται να καθοδηγήσουν κάποιον άλλο. Τα ευρήματα αυτά έχουν εμφανιστεί και σε άλλες έρευνες (Φεσάκης et al, 2010; Yellant & Masters, 2007). Η δυσκολία αυτή μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι τα παιδιά δεν είχαν ακόμη διδαχθεί «επίσημα» τις έννοιες δεξιά – αριστερά ή και στο ότι οι έννοιες αυτές είναι σχετικά δύσκολες ακόμη και για τους ενήλικες.

Εικόνα 7. Λύσεις της Αναστασίας και της Βασιλίνας στην 3η δραστηριότητα της 2ης συνεδρίας.

Αντιμετώπισαν επίσης δυσκολίες στην εισαγωγή νέων εντολών καθώς δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι έπρεπε να απενεργοποιήσουν την τελευταία εντολή που εμφανιζόταν στο πρόγραμμα με κόκκινο χρώμα ώστε η νέα εντολή να εισαχθεί στο τέλος του προγράμματος. Η πλειοψηφία των παιδιών, μετά από τις συνεχείς υποδείξεις της εκπαιδευτικού και με την μεγαλύτερη εξοικείωση με το περιβάλλον κατάφεραν να λύσουν το πρόβλημα. Πιθανόν χρειαζόταν καλύτερη επίδειξη της διαδικασίας κατά τη φάση της εκμάθησης. Η επίδοση των παιδιών στην 3η συνεδρία, όπου εργάστηκαν ατομικά φαίνεται στον Πίνακα 1.

Γράφημα 1. Χρόνος ολοκλήρωσης των εργασιών στην 3η Συνεδρία

Τα αποτελέσματα δείχνουν μία τάση των παιδιών που εργάστηκαν στην προηγούμενη συνεδρία με κάποιον συνομήλικο και με την υποστήριξη ενήλικα να ολοκληρώνουν τις εργασίες σε σημαντικά λιγότερο χρόνο, κάνοντας λιγότερες κινήσεις και λιγότερα λάθη. Το παιδί που εργάστηκε μόνο του δεν φαίνεται να υστερεί σε σχέση με τα παιδιά που εργάστηκαν μαζί και χωρίς την υποστήριξη ενήλικα. Το παιδί που εργάστηκε με ενήλικα χρειάστηκε περισσότερο χρόνο και κινήσεις αλλά έκανε λιγότερα λάθη από το παιδί που εργάστηκε μόνο του. Φαίνεται λοιπόν ότι η υποστήριξη της εκπαιδευτικού λειτούργησε προσθετικά στην ανατροφοδότηση από το σύστημα και τη συνεργασία των συνομηλίκων αλλά όχι στην περίπτωση του παιδιού που εργαζόταν μόνο. Αν μελετήσουμε προσεκτικά τα βίντεο θα παρατηρήσουμε μία σειρά από παράγοντες που μπορεί να εμπλέκονται. Έτσι πολλές φορές η εκπαιδευτικός έδινε χρήσιμες συμβουλές αλλά το παιδί ή δεν τις κατανοούσε ή επέλεγε να τις αγνοεί. Για παράδειγμα:


Γράφημα 2. Αριθμός λαθών στις εργασίες της 3ης Συνεδρίας.

Όσον αφορά την απόδοση του ζεύγους των παιδιών που εργαζόταν χωρίς υποστήριξη από την εκπαιδευτικό παρατηρούμε ότι το ένα παιδί έχει επίδοση που πλησιάζει αυτή των παιδιών που δούλευαν συνεργατικά και με την υποστήριξη του εκπαιδευτικού ενώ το άλλο υστερεί σημαντικά. Η αποδελτίωση των βίντεο ρίχνει φως στην ποιότητα της αλληλεπίδρασης που έλαβε χώρα μεταξύ των παιδιών. Τα παιδιά δεν συνεργαζόταν αποτελεσματικά μεταξύ τους. Δεν σχεδίαζαν από κοινού μία πορεία και οι προτάσεις του κοριτσιού που φαίνεται ότι κατανόησε καλύτερα το περιβάλλον αγνοούνταν συστηματικά από το αγόρι.

Γράφημα 3. Αριθμός κινήσεων στις εργασίες της 3ης Συνεδρίας.

Τα παιδιά λοιπόν δεν άκουγαν το ένα την άποψη του άλλου αλλά καθένα λειτουργούσε ανεξάρτητα με συνέπεια να μη μπορούν να εφαρμόσουν μία αποτελεσματική στρατηγική για να ολοκληρώσουν την εργασία τους. Η εργασία σε ομάδα έχει θετικά μαθησιακά αποτελέσματα όταν τα παιδιά εργάζονται από κοινού ενθαρρύνοντας και βοηθώντας ο ένας τον άλλον στην προσπάθειά τους να συντονίσουν τη σκέψη τους και δε λειτουργούν ανεξάρτητα μπροστά στον υπολογιστή (Gauvain & Rogoff, 1989; Nastasi & Clements, 1993). Η ομάδα που υποστηριζόταν από τον εκπαιδευτικό δούλεψε συνεργατικά και παρουσίασε αλληλεπιδράσεις που οδήγησαν στην ανάπτυξη υψηλότερου επιπέδου σκέψης και μεταστρατηγικών δεξιοτήτων. Παρόμοια ευρήματα παρουσίασε η Yelland (Yelland, 1994,1998 στο Clements, 2002) όταν παιδιά που εργάστηκαν σε ζεύγη με το ίδιο λογισμικό με και χωρίς την υποστήριξη του εκπαιδευτικού. Η ομάδα που δεν υποστηριζόταν παρουσίασε απογοήτευση, έλλειψη εμπιστοσύνης και μη ολοκλήρωση της εργασίας ενώ η υποστηριζόμενη ομάδα εργάστηκε αποτελεσματικά.

Η μελέτη μέσα από την παρατήρηση του τύπου των κινήσεων που έγιναν ανέδειξε ποιοτικά διαφορετικά επίπεδα επιδόσεων αναφορικά με το είδος των διεργασιών που αναπτύχθηκαν από τα παιδιά στο συγκεκριμένο πλαίσιο επίλυσης προβλήματος. Οι κατηγορίες που διακρίναμε αντιστοιχούν με αυτές σε έρευνα της Yellant (1994) και κυμαίνονται από την αφελή (naive) απόδοση έως αυτή του γνώστη (knowledgeable) μέσω μίας μεταβατικής (transitional) και υπεροπτικής (cavalier) φάσης για κάποια παιδιά. Έτσι τα δύο παιδιά που ολοκλήρωσαν την εργασία τους με τον χαμηλότερο χρόνο, τα λιγότερα λάθη και τις λιγότερες κινήσεις ήταν αυτά που φάνηκε πως κατανόησαν καλύτερα τη λειτουργία του περιβάλλοντος και ταξινομήθηκαν ως γνώστες. Τα παιδιά αυτά σχεδίαζαν αρχικά ένα πλάνο για την Εικόνα 6. Στρατηγικές επίλυσης του προβλήματος: Γίνε η πασχαλίτσα, σχεδίασε τη διαδρομή.

Τα παιδιά προσπαθούσαν για την προσέγγιση της λύσης και στη συνέχεια εργάζονταν προσηλωμένα στο στόχο δίνοντας και δοκιμάζοντας με επιτυχία ακόμη και περισσότερες από τρεις εντολές ταυτόχρονα ιδίως όταν επρόκειτο για βήματα μπροστά. Φαίνεται πως ήταν σε θέση να αντιστοιχίσουν τον αριθμό των κύκλων που εμφανιζόταν στην οθόνη με τον αριθμό των βημάτων της χελώνας και έτσι να υπολογίζουν και να εισάγουν τον αριθμό των βημάτων που χρειαζόταν. Αναστοχαζόταν για τις κινήσεις τους, κατανοούσαν και ήταν σε θέση να εντοπίζουν και να διορθώνουν τα λάθη τους. Ήταν σε θέση να παρακολουθούν την πρόοδο της εργασίας τους και να λαμβάνουν υπόψη την ανατροφοδότηση από το σύστημα ώστε να αποφασίζουν για τις επόμενες κινήσεις τους. Τα παιδιά αυτά κατά τη 2η συνεδρία εργαζόταν μαζί και με την υποστήριξη της εκπαιδευτικού.
Ένα κορίτσι παρουσίασε χαρακτηριστικά της αφελούς απόδοσης και εργαζόταν κατά τη 2η συνεδρία με την υποστήριξη της εκπαιδευτικού. Ολοκλήρωσε την εργασία της στον υψηλότερο χρόνο, με πολλές κινήσεις και αρκετά λάθη. Δούλεψε με επιφυλακτικότητα, δίνοντας μία- μία εντολή και δοκιμάζοντας πριν προχωρήσει. Ακόμη και όταν ήταν βέβαιη ότι χρειαζόταν μεγαλύτερος αριθμός βημάτων δεν έπαιρνε το ρίσκο και οι δηλώσεις της έδειχναν ότι δεν ήθελε να κάνει λάθη. Ο αριθμός των λαθών της κυμαίνονταν στο μέσο όρο σαν αποτέλεσμα της προσεκτικής εργασίας που ακολουθούσε. Χρησιμοποιούσε κυρίως οπτικές στρατηγικές προσέγγισης. Δεν φάνηκε να εφαρμόζει συστηματικά διαδικασίες σχεδιασμού ή αναστοχασμού αλλά ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στην ανατροφοδότηση του συστήματος καθώς συνέχιζε με βήματα μπροστά ή στρίβοντας λίγο-λίγο όταν η προηγούμενη κίνηση ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Δύο κορίτσια που κατά τη 2η συνεδρία το ένα εργαζόταν μόνο του και το άλλο σε ομάδα χωρίς την υποστήριξη της εκπαιδευτικού παρουσίασαν επιδόσεις μεταβατικές από την αφελή σε αυτή του γνώστη. Ολοκλήρωσαν την εργασία τους σε χρόνο κοντά στο μέσο όρο των παιδιών, με αρκετές κινήσεις και αρκετά λάθη. Φαίνεται από τις ενέργειες και τις δηλώσεις τους ότι έχουν κατανοήσει το περιβάλλον στο οποίο εργαζόταν, σχεδίαζαν την εργασία τους και παρακολουθούσαν και έλεγχαν την πρόοδό της, αναστοχάζονταν σε κάποιο βαθμό πάνω στις προηγούμενες κινήσεις τους και ανταποκρίνονταν στην ανατροφοδότηση αλλάζοντας στρατηγική αν χρειαζόταν. Αναλάμβαναν επίσης ρίσκο εισάγοντας μεγαλύτερο αριθμού εντολών κυρίως όταν επρόκειτο να προχωρήσουν μπροστά.
Το ένα παιδί που αντιμετώπισε τις περισσότερες δυσκολίες και σημείωσε χρόνο και κινήσεις περίπου στο επίπεδο της αφελούς επίδοσης και υψηλό αριθμό λαθών φάνηκε ότι δεν κατανόησε σε ικανοποιητικό βαθμό τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες του περιβάλλοντος. To παιδί αυτό δεν χρησιμοποίησε σχεδιασμό για την εκτέλεση των εργασιών, έδινε τυχαία εντολές ακόμη και σε μεγάλο αριθμό, έκανε γρήγορες κινήσεις, χωρίς πολύ σκέψη και δεν ήταν σε θέση να αναστοχαστεί πάνω στις προηγούμενες κινήσεις του, να εντοπίσει και να διορθώσει αποτελεσματικά όλα τα λάθη του. Δεν λάμβανε υπόψη του δημιουργικά την ανατροφοδότηση από το σύστημα και η επιτυχής ολοκλήρωση των εργασιών ήταν αποτέλεσμα τυχαίων κινήσεων και του ρίσκου που έπαιρνε δίνοντας πολλές εντολές και όχι προσεκτικού σχεδιασμού και σκέψης. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως υπερόπτη, και στη 2η συνεδρία εργαζόταν σε ζεύγος χωρίς την υποστήριξη της εκπαιδευτικού.

Πίνακας 1

Αριθμός Κινήσεων και Λαθών και Χρόνος Ολοκλήρωσης της Εργασίας στην 3η Συνεδρία

Συνθήκη

Χρόνος (σε λεπτά)

Κινήσεις

Λάθη

Α. Μόνο

6.05

41

5

Β. Με ενήλικα

9.68

45

4

Γ. Με συνομήλικο

5.68

34

3

Γ. Με συνομήλικο

7.4

46

6

Δ. Με συνομήλικο και ενήλικα

3.95

44

3

Δ. Με συνομήλικο και ενήλικα

2.67

26

1

Συμπεράσματα -συζήτηση: Στη μελέτη μας αυτή με την αρχική χρήση της logo από νήπια φάνηκε ότι όλα τα παιδιά μπορούν να εργαστούν και να επιλύσουν προβλήματα σε αυτό το περιβάλλον. Τα παιδιά συμμετείχαν με αμείωτο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση και εργάστηκαν με ενθουσιασμό παρόλο που η εργασία μας διενεργήθηκε κατά την περίοδο πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων οπότε επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση στο Νηπιαγωγείο με τις προετοιμασίες της χριστουγεννιάτικης γιορτής. Από τις παρατηρήσεις μας συμπεραίνουμε ότι τα παιδιά αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη χρήση τυπικών όρων προσανατολισμού και με το να δώσουν σαφείς οδηγίες στην πασχαλίτσα. Σε έρευνά τους οι Geva & Cohen ( Freed) απαιτείται η γνώση κάποιων χωρικών εννοιών ώστε τα παιδιά να είναι σε θέση να κατανοήσουν και να χειριστούν τις εντολές της logo. Έτσι κατά τη φάση της εκμάθησης είναι καλό να πραγματοποιούνται και δραστηριότητες εκτός υπολογιστή όπου τα παιδιά εναλλάξ θα αναλαμβάνουν τους ρόλους της πασχαλίτσας και του καθοδηγητή και με τη χρήση χάρτινων σημάτων ανάλογων με αυτών του προγράμματος θα καθοδηγούν το ένα το άλλο σε ποικίλες διαδρομές σχεδιασμένες στο πάτωμα. Έχοντας τα παιδιά πραγματοποιήσει τα ίδια διαδρομές στη συνέχεια μπορούν να σκεφτούν για τις κινήσεις της πασχαλίτσας. Όπως επιβεβαίωσε και μελέτη των Clements & Burns και Clements et al. (Clements, 2002) οι μαθητές μετασχηματίζουν τη σωματική και διανοητική δράση σε κατανόηση της έννοιας της στροφής και της γωνίας μέσα από το συνδυασμό δραστηριοτήτων με υπολογιστή και χωρίς υπολογιστή. Συνθέτουν και συνενώνουν σε ενιαίο σύνολο δύο σχήματα τη στροφή ως κίνηση του σώματος και τη στροφή ως αριθμό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μία διαδικασία ψυχολογικής περικοπής όπου τα παιδιά δρουν αρχικά μέσα στον υλικό χώρο συμμετέχοντας με όλο τους το σώμα (βιωματικές καταστάσεις), στη συνέχεια μεταφέρουν τη δράση αυτή στα αντικείμενα με τα μέλη του σώματος, τα χέρια, τα δάχτυλα (εμπράγματες καταστάσεις), και τέλος γενικεύουν την εμπειρία τους με τη μεσολάβηση εικόνων, σχημάτων και συμβόλων (αναπαραστατικές καταστάσεις) σχηματοποιώντας έτσι τις πράξεις και τις έννοιες (Τζεκάκη, 2000). Επίσης θα μπορούσε να λειτουργήσει ενισχυτικά η εξάσκηση με τις στροφές με μία χάρτινη πασχαλίτσα και ένα σταυροειδές σχήμα σε χαρτόνι όπου τα παιδιά θα στρέφουν την πασχαλίτσα προς διάφορες κατευθύνσεις τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη θέση, μία μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε με θετικά αποτελέσματα και από τον Ανθουλιά σε έρευνα σε δημοτικό σχολείο ( Ανθουλιάς, 1989).
Η παρούσα μελέτη απέδωσε στοιχεία για τις επιδόσεις και τις στρατηγικές των παιδιών στην αρχική τους εμπειρία σε υπολογιστικό περιβάλλον τύπου Logo, ενώ εργάζονται σε τέσσερεις συνθήκες: ένα παιδί μόνο του, ένα παιδί με υποστήριξη ενήλικα, ένα ζεύγος παιδιών και ένα ζεύγος παιδιών με υποστήριξη από ενήλικα. Βρέθηκε η τάση τα παιδιά που δουλεύουν συνεργατικά και με την υποστήριξη ενήλικα να έχουν καλύτερες επιδόσεις από τα παιδιά που δουλεύουν μόνα τους ή και από αυτά που συνεργάζονται με κάποιον συνομήλικό τους. Παρόμοια ευρήματα προέκυψαν και από έρευνα των Yellant & Masters (2007). Ο υπολογιστής και το περιβάλλον της logo διαμορφώνουν ένα πλαίσιο το οποίο είναι ένας τύπος υποστήριξης, που μπορεί να συμπληρωθεί με κατάλληλες γνωστικές και συναισθηματικές στρατηγικές υποστήριξης από τον εκπαιδευτικό. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να είναι σίγουροι στην προσέγγισή τους και να ενθαρρύνουν τα παιδιά να πειραματίζονται και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος για την επίλυση ενός προβλήματος. Η υποστήριξη του εκπαιδευτικού δεν είναι μία μονόπλευρη παρέμβαση από την πλευρά του αλλά αποτελεί μία δυναμική, αμοιβαία διαδικασία αλληλεπίδρασης. Το βάρος της υποστήριξης πέφτει στον εκπαιδευτικό αλλά η εστίαση είναι σε έναν κοινό στόχο και στην επίτευξη αμοιβαίας κατανόησης και τα παιδιά μπορεί να είναι αυτά που καθοδηγούν την αλληλεπίδραση ( Plowman & Stephen, 2007). Ο εκπαιδευτικός πρέπει να είναι ευαίσθητος ώστε να αντιληφθεί τις δυσκολίες των παιδιών και να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους χρησιμοποιώντας την παιδαγωγική κρίση του ώστε να προσδιορίσει το καταλληλότερο σημείο για την κατάλληλη υποστηρικτική παρέμβαση. Το επίπεδο, το είδος και η διάρκεια της υποστήριξης εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως τη φύση της εργασίας, τις προηγούμενες γνώσεις των, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών και των εννοιών που εμπλέκονται. Οπωσδήποτε όμως είναι απαραίτητη η ισορροπία ανάμεσα στην υποστήριξή του και στην αυτοκατευθυνόμενη έρευνα των παιδιών.
Ακόμη η συνεργασία στο ζεύγος των παιδιών δεν φάνηκε να διευκολύνει τη μάθηση των παιδιών. Όπως επισημαίνεται από τον King, 1999 (Rasku-Puttonen, et al., 2002) η προώθηση υψηλού επιπέδου μάθησης πραγματοποιείται όταν η αλληλεπίδραση στην ομάδα είναι σε σχετικά υψηλό γνωστικό επίπεδο και σε αυτό το σημείο είναι καθοριστική η υποστήριξη του εκπαιδευτικού. Η μελέτη μας έδειξε ότι στο ζεύγος των παιδιών αναπτύχθηκε τέτοιου είδους συζήτηση. Ακόμη, τα παιδιά μοιράστηκαν τυχαία στις συνθήκες χωρίς να ληφθεί υπόψη το επίπεδο των γνώσεών τους. Πιθανόν να διευκολύνεται η μάθηση περισσότερο όταν τα παιδιά ξεκινούν με διαφορετικά επίπεδα ικανοτήτων (Hughes & Greenhough, 1995). Μία άλλη πιθανή εξήγηση μπορεί να είναι η φύση της εργασίας. Σύμφωνα με τους Tudge & Winterhoff (Hughes & Greenhough, 1995) η ανατροφοδότηση και η συνεργασία σε ζεύγη δεν έχουν απαραίτητα προσθετικά αποτελέσματα αλλά όταν παρέχεται ανατροφοδότηση από το ίδιο το λογισμικό ωφελούνται περισσότερο τα παιδιά που δουλεύουν ατομικά.
Η υποστήριξη της εκπαιδευτικού από την άλλη λειτούργησε προσθετικά στο ζεύγος των παιδιών αλλά όχι και στο παιδί που εργαζόταν μόνο μαζί του. Αυτό συνάδει με τα ευρήματα των Hughes & Greenhough ( 1995) όπου η παρέμβαση του ενήλικα δεν είχε σημαντική επίπτωση στην μετέπειτα ατομική επίδοση του παιδιού. Προγενέστερες έρευνες με παιδιά 6 και 7 ετών έδειξαν ότι η επίδοση των παιδιών σε εργασίες τύπου logo διαμορφώθηκε από παράγοντες όπως η δομή της εργασίας, το είδος της αλληλεπίδρασης στις ομάδες καθώς και από χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των παιδιών που επηρέασαν τον τρόπο επίλυσης του προβλήματος (Yellant, 1995). Ανάλογοι παράγοντες προφανώς επηρέασαν και τα αποτελέσματα της παρούσας διερεύνησης και δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθούν με τόσο μικρό δείγμα και με μία έρευνα τόσο μικρής διάρκειας. Επιπλέον τα παιδιά δεν γνώριζαν ότι θα αξιολογηθεί ο χρόνος και ο αριθμός των κινήσεων που θα χρειαζόταν για την ολοκλήρωση της εργασίας. Πιθανόν αν ήταν ενημερωμένα να δούλευαν πιο συγκεντρωμένα και αποτελεσματικά με καλύτερες επιδόσεις ή αντίθετα ίσως να εργαζόταν με άγχος και πίεση με αρνητικά αποτελέσματα. Είναι απαραίτητη η διενέργεια μακροχρόνιας έρευνας, με ποικιλία εργασιών και προγραμματιστικών περιβαλλόντων και με μεγάλο αριθμό μαθητών. Έτσι θα μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τις επιπτώσεις της συνεργατικής μάθησης και της υποστήριξης του εκπαιδευτικού σε ένα περιβάλλον το οποίο μέσα από την ανατροφοδότηση που παρέχει μπορεί μόνο του να υποστηρίξει την ενεργό και αυτόνομη μάθηση των παιδιών. Θα μπορέσουν ακόμη να αναδειχθούν οι παιδαγωγικές πρακτικές και οι διδακτικές προσεγγίσεις που μεγιστοποιούν τα οφέλη από την εμπλοκή των παιδιών σε πλούσια περιβάλλοντα επίλυσης προβλημάτων όπως είναι τα περιβάλλοντα τύπου logo.

Βιβλιογραφία: 

Anghileri J. (2006).Scaffolding Practices that Enhance Mathematics learning. Journal of Mathematics Teacher Education (9) , 33–52.
Ανθουλιάς Τ. (1989). Η διδασκαλία της γεωμετρίας στο δημοτικό σχολείο με τη γλώσσα Logo. Αθήνα : Gutenberg.
Barbuto, Λ. Μ., Swaminathan, S., Trawick-Smith, J., & Wright J., L. (2003). The Role of the Teacher in Scaffolding Children’s Interactions in a Technological Environment: How a Technology Project is Transforming Preschool Teacher Practices in Urban Schools. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2011 από: http://portal.acm.org/citation.cfm?id=1082062.
Γαβρίλης, κ. (2002). Μάθηση και διδασκαλία της γεωμετρίας σε υπολογιστικά περιβάλλοντα. Στο: Κυνηγός, Χ., & Δημαράκη, Ε., ( Επιμ.): .Νοητικά Εργαλεία και Πληροφοριακά μέσα. Αθήνα: Καστανιώτη.
Clements H., D. (2002). Computers in Early Childhood Mathematics. Contemporary Issues in Early Childhood,3(2),160-181.
Clements H., D., & Nastasi, B. (1988). Social and cognitive interactions in educational computer environments. American Educational Research Journal, 25, 87-106.
Emihovich C., &Miller, G., E. (1986). Talking to the Turtle: A Discourse Analysis of Logo Instruction. Retreived from ERIC ED276532).
Freed, Ν., Jensen, C., Lahey, B., Kim, A., D., Burleson, W., Savenye, W.,C. A Comparative Study of Whether a Richer, Physically-Supported Robot Environment Increases Students’ Learning and Comprehension of a Simple Robot Programming Language. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2010 από: www. byronlahey.com / Active Robot /activewebdocuments/ame598alarm.doc
Gauvain, Μ., & Rogoff, Β., (1989). Collaborative Problem Solving and Children's Planning Skills. Developmental Psychology, 25 (1), 139-151.
Hughes M., & Greenhough, P., (1995). Feedback, Adult Intervention, and Peer Collaboration in Initial Logo Learning. Cognition and Instruction, 13(4), 525-539.
Κόμης, Ι., Β., (2004). Εισαγωγή στις εκπαιδευτικές εφαρμογές των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών. Αθήνα: Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών.
Nastasi, B. K., & Clements, D.H. (1993). Motivational and social outcomes of cooperative computer education environments. Journal of Computing in Childhood. Education, 4(1), 15-43.
Ντολιοπούλου, Ε.(2002). Σύγχρονες Τάσεις Της Προσχολικής Αγωγής. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Papert, S.,(1991). Νοητικές θύελλες: παιδιά, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και δυναμικές ιδέες. Αθήνα: Οδυσσέας.
Plowman, L., & Stephen C.(2007). Guided interaction in pre-school settings. Journal of Computer Assisted Learning, 23, 14–26.
Rasku-Puttonen, H., Etelapelto, A., Hakkinen P., & Arvaja, M. (2002). Teachers’ Instructional Scaffolding in an Innovative Information and Communication Technology-based History Learning Environment. Teacher Development, 6(2), 269-287.
Σολομωνίδου, X.(2002). Συνεργατική Μάθηση με τη Χρήση των ΤΠΕ: Εμπειρίες από Δημοτικά Σχολεία της Θεσσαλίας . Στο: Δημητρακοπούλου, Α. (Επιμ.) : «Οι ΤΠΕ στην Εκπαίδευση», τ. Α΄, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου ΕΤΠΕ, 26-29/9/2002, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Ρόδος. Εκδόσεις: Καστανιώτη.
Τζεκάκη, Μ.(2000). Μαθηματικές δραστηριότητες για την προσχολική ηλικία. Αθήνα: Gutenberg.
Yelland, N.J., (1994). The strategies and interactions of young chrldren in LOGO tasks. Journal of Computer Assisted Learning,10,33-49.
Yelland, N.,(1995). Logo experiences with young children: Describing performance, problem-solving and social contexts of learning. Early Child Development and Care, 110, 33-46.
Yelland N., & Masters, J. (2007). Rethinking scaffolding in the information age. Computers & Education, 48, 362–3.
Φεσάκης, Γ., Γουλή, Ε., Μαυρουδή, Ε. (2010). Επίλυση Προβλήματος σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον από Παιδιά Προσχολικής Ηλικίας. 5ο Συνέδριο Διδακτική της Πληροφορικής, Αθήνα, Απρίλιος 2010. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2010 από: http://www.etpe.gr/ files/proceedings/25/1273086378_fesakis-gouli-mavroudi.pdf
Wild, M., & Braid P. (1997). A Model for Measuring Children's Interactions in Small Groups Using Computers. Journal of Computing in Childhood Education, 8(2), 215-225.
Wood, D., Bruner J., & Ross, G. (1976). The role of tutoring in problem solving. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 17, 89-100.