Αξιοποίηση των Tangrams μέσω του λογισμικού Trackstar
Submitted by ltme on Wed, 04/22/2015 - 12:14
Στην παρούσα εργασία περιγράφεται μία σχετικά νέα, εναλλακτική διδακτική μεθοδολογία, που έχει ως κυρίαρχο σκοπό τον επανασχεδιασμό της διδακτικής διαδικασίας, μέσα από μία διαρκή αξιολόγηση καταγραφής των επεισοδίων που διαδραματίζονται στην τάξη. Είναι μία μεθοδολογία που αντλεί τις ρίζες της τόσο από τον κονστρουκτιβισμό, όσο και από την κοινωνικό-πολιτισμική θεωρία. Με γνώμονα την παραπάνω μεθοδολογία, σχεδιάσαμε μία διδακτική παρέμβαση μικρής διάρκειας, μόλις δύο ημερών, επιλέγοντας ως θεματολογία μας τα tangrams, ένα παιχνίδι προερχόμενο από την Ανατολή. Το συγκεκριμένο θέμα επιλέχθηκε με κριτήριο την πρωτοτυπία του και τις ευκαιρίες που προσφέρει στην εισαγωγή των παιδιών στη γεωμετρία με ένα τελείως αυθόρμητο και παιγνιώδη τρόπο. Γίνεται επίσης μία συνοπτική αναφορά στο Τrackstar, λογισμικό στο διαδίκτυο, που επιτρέπει στο χρήστη να οργανώνει τις ιστοσελίδες που τον ενδιαφέρουν σε θεματικές κατηγορίες και να τις συγκεντρώνει σε ένα παράθυρο με την μορφή υπερσυνδέσεων. Αποτέλεσε το βασικό τεχνολογικό μέσο ανάπτυξης των δραστηριοτήτων και δεξιοτήτων των παιδιών μέσα στο οποίο συγκεντρώσαμε παιχνίδια σύνθεσης με tangrams. Παρουσιάζεται ακόμηαναλυτικά η πορεία της διδακτικής διαδικασίας που σχεδιάσαμε και εφαρμόσαμε στο νηπιαγωγείο και προβαίνουμε στην αξιολόγηση της συγκεκριμένης διαδικασίας, επιλέγοντας και αξιολογώντας κάποια από τα σημαντικά επεισόδια που διαδραματίστηκαν στον χώρο της τάξης. Επικεντρώνονται στην ενασχόληση των παιδιών τόσο με το εποπτικό υλικό όσο και με τα παιχνίδια στο λογισμικό Τrackstar. Τέλος, παραθέτουμε ορισμένα συμπεράσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της συγκεκριμένης διδακτικής διαδικασίας, καθώς και ορισμένες προτάσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη βελτίωση αυτής αλλά και στην περαιτέρω επέκταση και εμβάθυνση σε έναν ενδεχόμενο επανασχεδιασμό της.
ΜΕΘΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ: ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜA (TEACHING EXPERIMENT): Τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται έντονα η αναζήτηση εναλλακτικών διδακτικών μεθόδων που να διαφοροποιούνται από τα πλαίσια των πειραματικών μελετών, οι οποίες βασίζονται στις θετικιστικές θεωρίες και εστιάζουν στο αποτέλεσμα της μάθησης, ελέγχοντας, μετρώντας και συσχετίζοντας μεταβλητές. Μία εναλλακτική, λοιπόν, διδακτική προσέγγιση μπορεί να υιοθετηθεί από μια ανθρωποκεντρική σκοπιά προσανατολισμένη στη διερεύνηση της ανάπτυξης και της διαπραγμάτευσης των νοημάτων, που κατασκευάζουν και παράγουν τα δρώντα πρόσωπα σε συγκεκριμένα εκπαιδευτικά πλαίσια, διερευνώντας και ερμηνεύοντας την ίδια την ανθρώπινη σκέψη, πράξη και δραστηριότητα (Χρονάκη, 2006). Οι μέθοδοι που εφαρμόζονται σε μία έρευνα που βασίζεται στο σχεδιασμό (design-based research) μπορούν να συνθέσουν μία μεθοδολογία, η οποία γεφυρώνει τη θεωρία με την εκπαιδευτική πρακτική. Έτσι, οι θεωρητικές αξιώσεις σχετικά με τη διδασκαλία και τη μάθηση μπορούν να μετασχηματιστούν σε πραγματικές καταστάσεις διδασκαλίας και μάθησης. Ο σχεδιασμός της διδακτικής παρέμβασης αντιμετωπίζεται ως το αντικείμενο της έρευνας και μπορεί να προάγει καινοτόμες αρχές και πρακτικές που μπορούν να εφαρμοστούν σε νέες καταστάσεις (Design-Based Research Collective, 2003). Μία λοιπόν δομημένη κατάσταση που θα έχει διδακτικό χαρακτήρα και δυνατότητα για πειραματισμό θα μπορούσε να είναι η λύση στην αναζήτηση μιας καινοτόμας και συνάμα κατάλληλης μεθόδου. Έτσι, το διδακτικό πείραμα (teaching experiment) αποτελεί ένα αναπτυξιακό πειραματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο το υποκείμενο που συμμετέχει στην έρευνα έχει πρόσβαση σ’ ένα πλούσια δομημένο περιβάλλον το οποίο μπορεί να αναδιοργανωθεί σε μια κατάσταση, η οποία έχει συγκεκριμένο προσανατολισμό και στόχο (Χρονάκη, 2006). Το διδακτικό πείραμα είναι επηρεασμένο, τόσο από την κοινωνικό-πολιτισμική θεωρία όσο και από την θεωρία του κονστρουκτιβισμού. Η ψυχολογική κονστρουκτιβιστική οπτική, θεωρεί την ανάπτυξη ως μία διαδικασία αυτό-οργάνωσης, στην οποία ο μαθητής αναδιοργανώνει και ανακατασκευάζει τις δραστηριότητες του με σκοπό την επίτευξη των σκοπών και των στόχων του (McClain, 2002). Το υποκείμενο θεωρείται ως συμμετέχον ενεργά στη δόμηση των δικών του νοημάτων. Κάθε πληροφορία είτε ενσωματώνεται στις υπάρχουσες γνωστικές δομές είτε αποτελεί μέρος μιας νέας δομής. Ο μαθητής εποικοδομεί τη γνώση του και τις δεξιότητές του μέσω του περιβάλλοντος και της επανοργάνωσης των νοητικών τους δομών. Κάθε νέα πληροφορία από όπου κι αν προέρχεται, αφομοιώνεται από το υποκείμενο με τρόπο που εξαρτάται από τη φύση και την οργάνωση των γνωστικών δομών. Αυτό έχει δύο πολύ βασικές συνέπειες, πρώτον ότι η διαφορετική δομή θα αξιοποιήσει με διαφορετικό τρόπο κάθε νέα πληροφορία ή ιδέα, γεγονός που σημαίνει ότι ο κάθε μαθητής αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση από πλευράς γνωστικής δομής. Κατά δεύτερον, κάθε νέα γνώση θα αφομοιωθεί μόνο όταν ενσωματωθεί στην προϋπάρχουσα γνωστική δομή του μαθητή, αλλιώς θα απομονωθεί και θα χαθεί (Τουμάσης, 2004). Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές ‘μαθαίνουν’ εφόσον είναι ενεργοί συμμετέχοντες σε διαδικασίες που έχουν στόχο την αναζήτηση και κατασκευή νοήματος μέσα από εμπειρίες οι οποίες παραμένουν ‘υποκειμενικές’ και ‘προσωπικές’. Συνεπώς, οι μαθητές καταλήγουν μέσα από τις σχολικές και διδακτικές εμπειρίες τους όχι μόνο σε διαφορετικές εμπειρίες, αλλά και σε διαφορετικές νοηματοδοτήσεις αυτών των εμπειριών. Έτσι, ανεξάρτητα από τον δάσκαλο, κάθε μαθητής φέρει και δημιουργεί υποκειμενικές εμπειρίες, οι οποίες έχουν μια ειδική και μοναδική νοηματοδότηση. Έτσι η κονστρουκτιβιστική αντίληψη για τη μάθηση αναπόφευκτα εστιάζει στη διαδικασία και όχι στο αποτέλεσμα. (Χρονάκη, 2006). Αντίθετα η κοινωνικό-πολιτισμική θεωρία, βασίζεται στην αλληλεπίδραση και θεωρεί την επικοινωνία και τη συνεργασία ως μια διαδικασία αμοιβαίας προσαρμογής, κατά την οποία το άτομο διαπραγματεύεται νέες έννοιες (McClain, 2002). Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ο Vygotsky, επιχειρεί τη μελέτη των ανώτερων ψυχολογικών λειτουργιών πιστεύοντας ότι η μάθηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική αλληλεπίδραση του παιδιού με γνωστικά ωριμότερους ‘άλλους’, αποδίδοντας έμφαση στη σημαντικότητα της εκπαίδευσης και της διαδικασίας διδασκαλίας-μάθησης. Η οικοδόμηση της γνώσης από το παιδί επηρεάζεται από τις παρελθούσες και τις παρούσες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις του, ενώ παράλληλα η χρήση των ενδιάμεσων είναι η διαδικασία κατά την οποία κάποιοι μεσολαβητές βοηθούν το παιδί να περάσει από το στάδιο, όπου καταφέρνει κάτι με τη βοήθεια κάποιου σε αυτό όπου τα καταφέρνει μόνο του (ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης). Εποικοδομεί τη γνώση του και τις δεξιότητές του μέσω του περιβάλλοντος και της επανοργάνωσης των νοητικών του δομών. Έτσι λοιπόν, δεν δρα ατομικά αλλά πάντα σε σχέση με μία κοινωνική, ιστορική και πολιτισμική σημασία (Ντολιοπούλου,1999). Βασικός σκοπός της ανάπτυξης της διδασκαλίας και της μάθησης, εκτός από τη μετάδοση γνώσεων είναι ο εξοπλισμός των παιδιών με ορισμένα «εργαλεία», τα οποία βοηθούν στο να κατανοήσουν τα παιδιά και να ελέγχουν τη συμπεριφορά και τα συναισθήματά τους, να γίνουν ανεξάρτητα, να φτάσουν σε ένα ανώτερο αναπτυξιακό επίπεδο και να συνεργάζονται με άλλους για ένα κοινό σκοπό. Ακόμα τα εργαλεία αυτά βοηθούν στη μετάβαση της νόησης από το κοινωνικό στο ατομικό επίπεδο. Κατά τη διαδικασία επίλυσης ενός προτιθέμενου προβλήματος, το παιδί ενεργοποιεί ανώτερες ψυχολογικές λειτουργίες μέσω της χρήσης του λόγου και συμβόλων τα οποία έχουν διαμορφωθεί σε προηγούμενες κοινωνικές εμπειρίες και συμβάλουν στην κατασκευή νοημάτων. Τα νόηματα αυτά μεταφέρονται από το υποκείμενο με στόχο τη δράση (Χρονάκη, 2006). Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η μάθηση χαρακτηρίζεται ως προσωπική αναδόμηση των κοινωνικών εννοιών και δομών μέσα από την επικοινωνία της αλληλεπίδρασης. Παράλληλα και οι δύο θεωρίες παρουσιάζουν τη μάθηση τόσο ως μία ενεργή διαδικασία προσωπικού ‘χτισίματος’ της γνώσης, όσο και ως μία ‘συναλλαγή’ με την ευρύτερη κοινωνία. Οι ατομικές και οι συνεργατικές διαδικασίες λοιπόν, σχετίζονται άμεσα με το γεγονός ότι η ύπαρξη της μιας δεν υφίσταται χωρίς την ύπαρξη της άλλης (McClain, 2002). Το διδακτικό πείραμα είναι μία παραλλαγή της διαγνωστικής συνέντευξης. Η ομοιότητά τους έγκειται στη διερεύνηση των νοητικών μοντέλων των παιδιών κατά την ενασχόλησή τους μ’ ένα έργο. Η διαδικασία αυτή τόσο στο διδακτικό πείραμα, όσο και στη διαγνωστική συνέντευξη καταγράφεται και αναλύεται. Κατά τη διάρκεια της ανάλυσης ο ερευνητής, με βάση τις καταγεγραμμένες απαντήσεις που έχουν δώσει τα ίδια τα παιδιά, αναπτύσσει υποθέσεις σχετικά με το πώς τα παιδιά κατασκευάζουν τα νοήματά τους γύρω από θέματα (Steffe & Thompson, 2000 N. Sanjand N. Sanjay λείων.; Χρονάκη, 2006). Σύμφωνα με τους Engelhardt, Corpuz, Ozimek, και N. Sanjand N. Sanjay λείων. Rebello N. Sanjand N. Sanjay λείων. (2003), ο ερευνητής στο διδακτικό πείραμα λαμβάνει δύο ρόλους: του εκπαιδευτικού και του συνεντευκτή. Ως συνεντευκτής, ο ερευνητής αποσπά τις ιδέες των μαθητών για το υπό εξέταση θέμα. Ως εκπαιδευτικός, δημιουργεί εκείνες τις καταστάσεις και τους τρόπους αλληλεπίδρασης με τους μαθητές, ενθαρρύνοντάς τους να τροποποιήσουν την τρέχουσα σκέψη τους. Αυτή η πτυχή του διδακτικού πειράματος (τροποποίηση σκέψης) το διαφοροποιεί σε σχέση με τη διαγνωστική συνέντευξη. Ο εκπαιδευτικός μπορεί ν’ ανακαλύψει ποια εκπαιδευτική τεχνική επιφέρει αλλαγή στη σκέψη και μπορεί να εφαρμόσει την τεχνική για να πραγματοποιήσει την αλλαγή αυτή. Σύμφωνα με τη Χρονάκη (2006) η διαφοροποίηση έγκειται κυρίως στη σχέση και αλληλόδραση μεταξύ ερευνητή-ερευνόμενου (π.χ. ο ρόλος της μεταξύ τους επικοινωνίας, η χρήση της γλώσσας κλπ.) και στον τρόπο που οι δράσεις και οι σχέσεις πλαισιοθετούνται (π.χ. ως συνέντευξη ή ως διδασκαλία). Συγκεκριμένα, η διαγνωστική συνέντευξη εστιάζει στην καταγραφή των απαντήσεων των παιδιών (λεκτικές ή φυσικές-σωματικές) με στόχο την ερμηνεία του είδους των νοητικών τους μοντέλων και δεν προτρέπει σε παρεμβατικές ή διερευνητικές ερωτήσεις που χρησιμοποιούνται κατά τα διδακτικά πειράματα. Επίσης, κατά τη διαγνωστική συνέντευξη πρέπει να τηρείται απόσταση μεταξύ ερευνητή και ερευνόμενου, εξαιτίας της αυστηρότητας των ερωταποκρίσεων για τη διασφάλιση αξιόπιστων δεδομένων και συμπερασμάτων. Στο διδακτικό πείραμα αυτή η απόσταση μοιάζει να υπερνικάται, καθώς δίδεται άμεσα η δυνατότητα στους παρευρισκομένους (ερευνητή-εκπαιδευτικό, μαθητές) να διερευνούν και να επεκτείνουν τα ερωτήματα και να εμπλέκονται σε καταστάσεις επικοινωνίας. Η μεθοδολογία του διδακτικού πειράματος χρησιμοποιείται κυρίως στα μαθηματικά, αλλά και στις φυσικές επιστήμες (Engelhardt, Corpuz, Ozimek & N. Sanjand N. Sanjay λείων. Rebello, 2003). Ο κυρίαρχος σκοπός της μεθοδολογίας ενός διδακτικού πειράματος στα μαθηματικά κατά τη διεξαγωγή του στην τάξη, είναι η εξέταση και επανεξέταση μίας διδακτικής ακολουθίας, η οποία έχει σχεδιαστεί για να στηρίξει τη μαθηματική ανάπτυξη των μαθητών σε ένα συγκεκριμένο γνωστικό περιεχόμενο. Παράλληλα, οι ερευνητές εστιάζουν στα απαραίτητα μέσα που στηρίζουν την επιτυχία αυτής της ανάπτυξης, όπως οι κανόνες επιχειρηματολογίας, ο ρόλος του εκπαιδευτικού στο να διευκολύνει σκόπιμα τις συζητήσεις των παιδιών και η χρήση των εργαλείων (McClain, 2002). Τα διδακτικά πειράματα ποικίλουν σε διάρκεια, από λίγες εβδομάδες έως και έναν ολόκληρο σχολικό χρόνο. Συνεπώς, του δασκες για την ραίτητα necessary τροποποιούνται διαρκώς τα υποθετικά συμπεράσματα σχετικά με το πώς μπορεί να στηριχθεί καλύτερα η μαθηματική ανάπτυξη των μαθητών στο συγκεκριμένο περιεχόμενο, μέσα από καθημερινές αναλύσεις της τρέχουσας μαθηματικής δραστηριότητας. Αυτές οι αναλύσεις, δίνουν πληροφορίες αναφορικά με τις μαθηματικές δραστηριότητες της διδακτικής διαδικασίας, με σκοπό τη λήψη αποφάσεων μικρής κλίμακας για την καταλληλότητά τους. Η λεπτομερής, ανασκοπική ανάλυση των πληροφοριακών στοιχείων παρέχει τη βάση για μεγάλης κλίμακας τροποποιήσεις και αναθεωρήσεις (McClain, 2002). Συγκεκριμένα η φάση της συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων περιλαμβάνει:
ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ: Η συλλογή των δεδομένων γίνεται κυρίως μέσα από την καταγραφή των επεισοδίων που διαδραματίζονται στην τάξη. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων με το σύνολο των παιδιών της τάξης, μία κάμερα εστιάζει στον εκπαιδευτικό και στα παιδιά που μοιράζονται τις απαντήσεις και τις ιδέες τους. Μία δεύτερη κάμερα εστιάζει στην αίθουσα για να αποτυπώσει τη συμβολή και άλλων μελών της τάξης. Κατά τη διάρκεια της ατομικής εργασίας ή της εργασίας σε μικρές ομάδες, οι δύο κάμερες εστιάζουν στα παιδιά που επιλύουν κάποιο στόχο-έργο. Όλα τα μέλη της έρευνας κρατούν σημειώσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην τάξη. Επιπρόσθετα, ο εκπαιδευτικός τυπικά κρατά ένα ημερολόγιο το οποίο και ενημερώνει καθημερινά. Αυτού του τύπου οι καταγραφές χρησιμοποιούνται ως δεδομένα για να παρθούν αποφάσεις σχετικά με το σχεδιασμό των επόμενων κατάλληλων βημάτων της διδακτικής ακολουθίας και τη μετέπειτα ανάλυση των γεγονότων στην τάξη. Η διδακτική διαδικασία τυπικά ξεκινάει με τον εκπαιδευτικό να δίνει ένα στόχο προς επίλυση στο σύνολο των παιδιών της τάξης. Ο στόχος μπορεί να παρουσιάζεται από τον εκπαιδευτικό διαμέσου π.χ. της αφήγησης μιας ιστορίας. Τα παιδιά μετά μπορεί να εμπλακούν σε συζήτηση με τον εκπαιδευτικό σχετικά με τα στοιχεία εκείνα που κρίνουν σημαντικά για τη δραστηριότητα επίλυσης του προβλήματος-στόχου. Μετέπειτα, τα παιδιά εργάζονται μόνα τους ή σε μικρές ομάδες για να επιλύσουν το στόχο. Οι ερευνητές περιφέρονται γύρω στην τάξη, για να παρατηρήσουν τις δραστηριότητες των παιδιών (McClain, 2002). Είναι σημαντικό να σημειωθεί οι ερευνητές δεν παρεμβαίνουν, δίνοντας τις σωστές απαντήσεις. Ο στόχος είναι να μη διορθώνουν τον τρόπο συλλογισμού των παιδιών, αλλά να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους τα παιδιά επιλύουν το στόχο. Ταυτόχρονα, επιτρέποντας στα παιδιά να εκφράσουν λάθος απαντήσεις οδηγούνται σε πιο εποικοδομητικές συζητήσεις και συνεκτιμούν το ρόλο που τα λάθη παίζουν σαν βασικά βήματα στην αναδιοργάνωση των υπαρχόντων μαθηματικών ιδεών σε πιο σύνθετα επίπεδα συνειδητοποίησης (Steffe & Thompson, 2000). Οι εκπαιδευτικοί, επίσης, καθημερινά παίρνουν αποφάσεις σχετικά με την καταλληλότητα του εκπαιδευτικού υλικού. Επιλέγουν να τροποποιούν και να εισάγουν υλικά και στόχους που βασίζονται στη διαρκή αξιολόγηση από τα ίδια τα παιδιά.(McClain, 2002).
ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ: Όσον αφορά στη διαδικασία ανάλυσης των δεδομένων, περιλαμβάνει την επεξεργασία των καταγεγραμμένων στοιχείων, επεισόδιο ανά επεισόδιο, με βάση τη χρονολογική τους σειρά. Το καθοριστικό χαρακτηριστικό ενός επεισοδίου είναι ότι το επίκεντρο της δραστηριότητας και της συζήτησης αποτελεί ένα μεμονωμένο μαθηματικό θέμα. Όταν εργαζόμαστε μέσω των στοιχείων κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναπτύσσουμε υποθέσεις και εικασίες σχετικά με τους τρόπους συλλογισμού και επικοινωνίας των μαθητών σε συγκεκριμένες φάσεις της διαδικασίας. Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης φάσης της ανάλυσης περιλαμβάνει μια αλυσίδα από υποθέσεις, διαψεύσεις και αναθεωρήσεις που στηρίζονται στις λεπτομέρειες των συγκεκριμένων επεισοδίων (Cobb, Stephan, McClain & Gravemeijer, 2001).
Γεωμετρία και παιδιά προσχολικής ηλικίας: Τα παιδιά από τα πρώτα ακόμη χρόνια της ζωής τους εισάγονται αυθόρμητα και καθημερινά στις μαθηματικές έννοιες μέσα από το παιχνίδι τους. Όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες παιδιών προσχολικής ηλικίας που διερευνούν σχήματα, ζωγραφίζουν και δημιουργούν γεωμετρικά σχέδια, χαίρονται να αναγνωρίζουν και να ονομάζουν κάθε σχήμα που βλέπουν μπροστά τους. Αυτό είναι γεωμετρία! (Clements, Swaminathan, Hannibal, & Sarama, 1999). Γεωμετρία όμως είναι και «η κατάληψη χώρου...ο χώρος στον οποίο το παιδί ζει, αναπνέει, κινείται. Ο χώρος στον οποίο το παιδί πρέπει να μάθει να γνωρίζει, να εξερευνά, να κατακτά, για να ζει, να αναπνέει και να κινείται καλύτερα σε αυτόν» (Gould, 2003). Μέσα σε ένα κόσμο, ο οποίος είναι περιτριγυρισμένος από ποικίλα σχήματα, συνυφασμένος με χωρικές σχέσεις και θεμελιωμένος πάνω σε γεωμετρικές έννοιες, τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας είναι εφοδιασμένα με μαθηματικές δεξιότητες, τις οποίες χαίρονται να χρησιμοποιούν ανά πάσα στιγμή. Πριν ακόμη ενταχθούν στην σχολική κοινότητα αναπτύσσουν αριθμητικές και γεωμετρικές δεξιότητες, οι οποίες ποικίλλουν και ξεκινούν από την απλή απαρίθμηση των αντικειμένων έως τον προσανατολισμό ή τον σχηματισμό γεωμετρικών σχημάτων.
Επίπεδα Γεωμετρικής Σκέψης κατά Van Hiele: Αδιαμφισβήτητα, σύμφωνα με τον Van De Walle (2007), δε σκέπτονται όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο. Ασφαλώς και δεν είμαστε όλοι ίδιοι, αλλά μπορούμε να σκεπτόμαστε και να συλλογιζόμαστε σε γεωμετρικά συγκείμενα. Η έρευνα των δύο Ολλανδών παιδαγωγών, του Pierre van Hiele και της Dina van Hiele-Geldof, διαφώτισε γύρω από τις διαφορές στη γεωμετρική σκέψη και πώς αυτές έχουν προκύψει. Συγκεκριμένα, προτείνουν ένα μοντέλο ιεράρχησης της γεωμετρικής σχέσης σε πέντε επίπεδα διαδικασίας της συλλογιστικής σκέψης που χρησιμοποιούνται στα γεωμετρικά συγκείμενα. Τα επίπεδα περιγράφουν τον τρόπο και τους τύπους γεωμετρικών ιδεών με τους οποίους σκεπτόμαστε, παρά την ποσότητα των γνώσεων που έχουμε πάνω στη γεωμετρία. Τα επίπεδα αναφέρονται στα εξής:
Επίπεδο 0: Νοερή απεικόνιση. Τα παιδιά αναγνωρίζουν και κατονομάζουν τα σχήματα βασιζόμενα στα καθολικά, οπτικά χαρακτηριστικά τους. Είναι ικανά να κάνουν μετρήσεις, ακόμα και να συζητούν για τις ιδιότητές των σχημάτων, όμως η εμφάνισή και η μορφή τους είναι αυτή που καθορίζει τα σχήματα για το παιδί και όχι οι ιδιότητές τους. Επιπλέον, μπορούν να ταξινομήσουν και να κατατάξουν τα σχήματα όπως και να δουν πώς τα σχήματα είναι ίδια και πώς διαφορετικά, βασιζόμενα πάντα στη μορφή τους.
Επίπεδο 1: Ανάλυση. Τα παιδιά είναι ικανά να εξετάσουν όλα τα σχήματα μέσα σε μία ομάδα παρά το κάθε σχήμα μόνο του. Εστιάζοντας προς μία κατηγορία σχημάτων (π.χ. ορθογώνια) μπορούν να συλλογιστούν τι είναι αυτό που κάνει ένα ορθογώνιο να είναι ένα ορθογώνιο. Συνεπώς, αρχίζουν να εκτιμούν ότι διαφορετικά σχήματα ανήκουν στην ίδια κατηγορία λόγω των ιδιοτήτων τους. Τα χαρακτηριστικά που δεν έχουν σχέση (π.χ. το μέγεθος ή ο προσανατολισμός) αποκτούν δευτερεύουσα σημασία. Ωστόσο, ενώ μπορούν να καταγράψουν τις ιδιότητες των τετραγώνων, των ορθογωνίων και των παραλληλόγραμμων, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι αυτές είναι υποκατηγορίες η μία της άλλης (δηλ. όλα τα τετράγωνα είναι ορθογώνια και όλα τα ορθογώνια παραλληλόγραμμα).
Επίπεδο 2: Άτυπα Συμπεράσματα. Τα παιδιά έχουν αναπτύξει την κατανόηση των διαφόρων ιδιοτήτων των σχημάτων και είναι σε θέση να αναπτύξουν σχέσεις μεταξύ δύο ιδιοτήτων καθώς και ανάμεσα σε όλες αυτές τις ιδιότητες. Θα μπορέσουν ν’ ακολουθήσουν έναν άτυπο, συμπερασματικό επιχείρημα για τα σχήματα και τις ιδιότητές τους, ωστόσο οι αποδείξεις είναι περισσότερο ενστικτώδεις παρά αυστηρά συμπερασματικές.
Επίπεδο 3: Συμπεράσματα. Τα παιδιά μπορούν να εξετάσουν και άλλα πράγματα πέρα από τις ιδιότητες των σχημάτων. Η δομή ενός συστήματος εξ’ ολοκλήρου με αξιώματα, ορισμούς, θεωρήματα, πορίσματα και δεδομένα αρχίζει να αναπτύσσεται. Σ’ αυτό το επίπεδο μπορούν να δουλέψουν με αφηρημένες έννοιες για τις γεωμετρικές ιδιότητες, να συναγάγουν συμπεράσματα βασισμένα περισσότερο στη λογική παρά στη διαίσθηση. Ο τύπος της αιτιολόγησης που χαρακτηρίζει ένα παιδί στο επίπεδο 3 είναι ο ίδιος που απαιτείται και σε μια τυπική τάξη γεωμετρίας στο Λύκειο.
Επίπεδο 4: Αυστηρότητα. Στο τελευταίο και υψηλότερο στάδιο της θεωρίας του Van Hiele, τα αντικείμενα της προσοχής είναι τα ίδια τα αξιωματικά συστήματα (π.χ. Ευκλείδεια γεωμετρία, σφαιρική γεωμετρία) και όχι απλά τα συμπεράσματα μέσα σ’ ένα σύστημα. Οι συγκρίσεις και οι αντιπαραθέσεις αφορούν ανάμεσα στα διαφορετικά αυτά αξιωματικά συστήματα της γεωμετρίας. Στο επίπεδο αυτό φτάνουν συνήθως οι σπουδαστές κατά τη φοίτηση τους στο Πανεπιστήμιο, οι οποίοι μελετούν τη γεωμετρία ως κλάδο της μαθηματικής επιστήμης.
Χρησιμότητα της θεωρίας Van Hiele στην εκπαιδευτική πρακτική: Η θεωρία των επιπέδων της γεωμετρικής συλλογιστικής σκέψης του Van Hiele μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την ανάπτυξη γεωμετρικών δραστηριοτήτων στο σχολείο, από τις μικρές ακόμα ηλικίες του νηπιαγωγείου. Κύριος στόχος μπορεί ν’ αποτελέσει η βελτίωση του επιπέδου της γεωμετρικής σκέψης των παιδιών, έτσι ώστε να μεταβούν στο επόμενο επίπεδο από αυτό που ήδη βρίσκονται. Οι δραστηριότητες που επιτρέπουν την εξερεύνηση, τη συζήτηση και την αλληλεπίδραση με το περιεχόμενο του επόμενου επιπέδου καθώς αυξάνουν οι εμπειρίες στο τρέχον επίπεδό τους, έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να βελτιώσουν το επίπεδο σκέψης αυτών των παιδιών. Οι δραστηριότητες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο γεωμετρικής σκέψης των παιδιών, καθώς η ηλικία σχετίζεται με το σύνολο και τους τύπους των γεωμετρικών εμπειριών που έχουμε. Ταυτόχρονα, πρέπει να τονιστεί ότι δε φτάνουν όλα τα παιδιά της ίδια ηλικίας με τον ίδιο ρυθμό σ’ ένα επόμενο επίπεδο. Οι δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην τάξη θα πρέπει να σέβονται και να προσαρμόζονται στο επίπεδο γεωμετρικής σκέψης του κάθε παιδιού. Επίσης, κάθε δραστηριότητα μπορεί να σχεδιαστεί για να γεφυρώσει δύο επίπεδα σκέψης, ακόμα και μέσα στην ίδια τάξη.
Τέλος, δεν είναι όλοι οι εκπαιδευτικοί ικανοί να οδηγήσουν τα παιδιά στο επόμενο επίπεδο, ούτε όλα τα παιδιά μπορούν να φτάσουν σ’ ένα επόμενο επίπεδο γεωμετρικής συλλογιστικής σκέψης. Κάθε εκπαιδευτικός, όμως, θα πρέπει να δει και να έχει την ικανότητα ν’ αναγνωρίσει κάποια ανάπτυξη στη γεωμετρική συλλογιστική σκέψη των παιδιών της τάξης του κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Και κάθε εκπαιδευτικός θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι εμπειρίες που παρέχει είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την ανέλιξη των παιδιών σ’ αυτή τη γεωμετρική σκάλα (Van De Walle, 2007).
Γεωμετρία και Tangrams: Τα παιδιά έχουν ανάγκη να ερευνήσουν ελεύθερα τους τρόπους με τους οποίους τα σχήματα ενώνονται για να σχηματίσουν μεγαλύτερα σχήματα καθώς και τους τρόπους με τους οποίους τα μεγαλύτερα σχήματα μπορούν να δημιουργηθούν από μικρότερα. Ανάμεσα στα δισδιάστατα σχήματα γι’ αυτές τις δραστηριότητες, τα πιο γνωστά είναι τα σχέδια κύβων τα tangrams (Van De Walle, 2007). Συγκεκριμένα, τα tangrams είναι ένα παλιό κινέζικο παιχνίδι, puzzle, που αποτελείται από 7 γεωμετρικά σχήματα, τα οποία περιλαμβάνουν: 1 τετράγωνο, 2 ίσα μικρά τρίγωνα, 2 ίσα μεγάλα τρίγωνα, 1 μεσαίου μεγέθους τρίγωνο και 1 πλάγιο παραλληλόγραμμο.
Μπορεί να είναι χειροπιαστά ή εικονικά αντικείμενα (manipulatives) των οποίων η διαχείριση μπορεί να γίνει με πολλαπλούς τρόπους (Olkun, Altun, & Smith, 2005; Tapper, 2007). οτελοιμτηριστικγικότητά τους. Ανάλογα με τον τρόπο που συνδυάζονται και τοποθετούνται, μπορούν να σχηματίσουν ποικίλες εικόνες και σχήματα. Οι δραστηριότητες με τα tangrams θυμίζουν -με μια πρώτη ματιά- ενασχόληση με puzzle, δεν περιορίζονται όμως στην ύπαρξη μίας και μοναδικής σωστής επίλυσης. Είναι σημαντικό τα παιδιά να βιώνουν αναπτυξιακά κατάλληλες εμπειρίες, ώστε να καλλιεργήσουν μία θετική στάση απέναντι στα μαθηματικά. Οι εμπειρίες με τα tangrams μπορούν να οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Εκτός από τη διασκέδαση που προσφέρουν, αποτελούν γεωμετρικό μέσο το οποίο παρέχει στα παιδιά τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιο τους με γεωμετρικούς όρους, να αναπτύξουν ποικίλες γεωμετρικές δεξιότητες, όπως δεξιότητες αναγνώρισης των σχημάτων, ανάπτυξης της κατανόησης των χαρακτηριστικών τους, ταξινόμησης και ανακάλυψης των σχέσεων ανάμεσα στα εφτά κομμάτια-σχήματα. Αυτές οι πρώιμες εμπειρίες είναι σημαντικές για τα μικρά παιδιά, έτσι ώστε ν’ αναγνωρίσουν και να εκτιμήσουν τη γεωμετρία στον πραγματικό κόσμο, μέσα από δραστηριότητες που έχουν νόημα και ενδιαφέρον (Bohning & Althouse, 1997).
Επιπρόσθετα, προσφέρουν ευκαιρίες για διερεύνηση εννοιών και διαδικασιών που σχετίζονται με το εμβαδόν, την περίμετρο, τις κινήσεις (μετασχηματισμούς) στο επίπεδο (μεταφορά ή μετατόπιση, περιστροφή και ανάκλαση). Αναπτύσσουν την σσουν τρούν να πειραματίζονται geometry concepts. αντίληψη του αμετάβλητου των χωρικών επιπέδων, την παρατήρηση του προσανατολισμού του σχήματος με το σχηματισμό νοερών απεικονίσεων, τη χωρική αίσθηση και την οπτικοποίηση (Olkun, Altun, & Smith, 2005; Thacher, 2001; Van De Walle, 2007). Νοερή απεικόνιση είναι η δεξιότητα δημιουργίας νοερών εικόνων των σχημάτων, ο νοερός χειρισμός ή μετασχηματισμός τους, η νοερή τους αναπαράσταση. Τα μικρά παιδιά κατά την ενασχόλησή τους με τα tangrams μπορούν ν’ αναπτύξουν αυτή τη δεξιότητα, περιστρέφοντας τα κομμάτια στο μυαλό τους με σκοπό να βρουν πόσα διαφορετικά σχήματα-εικόνες μπορούν να γίνουν με ένα δεδομένο αριθμό κομματιών και γενικότερα σκεφτόμενα τα κομμάτια-σχήματα σε διαφορετικούς προσανατολισμούς (Van De Walle, 2007). Η χωρική οπτικοποίηση ορίζεται ως η δεξιότητα επίλυσης προβλημάτων (με πολλαπλά βήματα) που περιλαμβάνουν συνθέσεις σχημάτων από χωρικά στοιχεία. Η ύπαρξή της έχει θετική επίδραση στην επίδοση αση στην επρκλλογισμούς τους ough multimedia learning activities των παιδιών στα μαθηματικά και κυρίως στη γεωμετρία και μπορεί ν’ αναπτυχθεί σημαντικά μέσα από τον κατάλληλο χειρισμό χειροπιαστών αντικειμένων (manipulatives) (Smith, 2003).
Τα tangrams εξαιτίας του ότι επιτρέπουν τη διευθέτηση και επαναδιευθέτηση των 7 κομματιών, προκαλούν αίσθηση και μεγάλο ενδιαφέρον στα παιδιά. Η διαχείριση των κομματιών για τη δημιουργία πουλιών, ζώων, ψαριών, ανθρώπων και πολυάριθμων σχεδίων μπορεί να συναρπάσει. Οι ανακαλύψεις ενθαρρύνουν την επικοινωνία, τη συζήτηση, την ανταλλαγή ιδεών και λύσεων. Επιπλέον, προσφέρουν ευκαιρίες στα παιδιά να αφεθούν ελεύθερα και να αντενεργήσουν, να πειραματιστούν χειριζόμενα τα κομμάτια, ν’ αναπτύξουν την κριτική ικανότητα, τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους. Τα παιδιά μπορούν να πειραματίζονται επιλύοντας προβλήματα με tangrams είτε μόνα τους, είτε σε μικρές ομάδες (Bohning & Althouse, 1997). Το παιχνίδι με τα tangrams μπορεί να προσαρμοστεί και να εξελιχθεί σε διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας. Τα tangrams είναι κατάλληλα για όλες τις ηλικίες παιδιών (Bohning & Althouse, 1997), ενώ ο βαθμός δυσκολίας των δραστηριοτήτων μπορεί να προσαρμοστεί στην εκάστοτε ηλικιακή ομάδα, με βάση το αναπτυξιακό επίπεδο των παιδιών και τις δεξιότητες που επιθυμείται να αναπτυχθούν. Ο εκπαιδευτικός παρατηρώντας το παιχνίδι των παιδιών και κάνοντας χρήση κατάλληλων ερωτήσεων, μπορεί να ανακαλύψει πληροφορίες αναφορικά με τον επίπεδο γεωμετρικής σκέψης των παιδιών (βλ. Van Hiele). Μπορεί επίσης να δημιουργήσει καταστάσεις προβληματισμού, αφήνοντάς τα ελεύθερα να εντοπίσουν πιθανές λύσεις.
Γεωμετρία, Tangrams και χρήση υπολογιστή: Την τελευταία δεκαετία η διδασκαλία της γεωμετρίας μέσω του υπολογιστή αναπτύχθηκε και διαδόθηκε ευρέως. Τα παραδοσιακά μαθήματα γεωμετρίας, τα οποία εστίαζαν στην απομνημόνευση των σχημάτων μέσα από λίστες (π.χ. των χαρακτηριστικών τους) από τους μαθητές, εντοπίστηκε ότι ακολουθούν λάθος κατεύθυνση. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι υπολογιστές μπορούν να προάγουν χωρικές δεξιότητες και πως με τη χρήση διαδραστικών λογισμικών γεωμετρίας, τα παιδιά μπορούν να αναπτύξουν ερμηνείες και συλλογισμούς σχετικά με τα δισδιάστατα σχήματα (Chang, Sung, & Lin, 2007). Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των μαθηματικών, της γεωμετρίας, και της χωρικής σκέψης για την επιτυχία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, είναι σημαντικό να βρεθούν νέοι τρόποι για τη διδασκαλία τους. Οι δραστηριότητες που έχουν σημασία και σκοπό είναι αυτές που ενθαρρύνουν τα παιδιά να αφομοιώνουν γεωμετρικές έννοιες. Υπάρχουν άφθονα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο χειρισμός χειροπιαστών και εικονικών αντικειμένων (manipulatives) μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να μάθουν με καλύτερο τρόπο μαθηματικά (Clements, 1999). Σε έρευνά τους οι Olkun, Altun, & Smith (2005) έδειξαν ότι τα παιδιά επιλύοντας γεωμετρικά puzzle (tangrams) μέσω ενός λογισμικού στον υπολογιστή, είχαν εξίσου θετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη της οπτικής τους σκέψης και στην καλλιέργεια συλλογισμών αναφορικά με τα δισδιάστα σχήματα, όσο και με την απτική ενασχόληση με αυτά. Η ηλεκτρονική εκδοχή των tangrams έχει το πλεονέκτημα της κινητικότητας και ελευθερίας στην τακτοποίηση των σχημάτων (Van De Walle, 2007).
Μία από τις πιο συχνές ενασχολήσεις των παιδιών με τους υπολογιστές είναι τα παιχνίδια σε αυτούς. Τα παιχνίδια στον υπολογιστή, μπορούν να βελτιώσουν τις χωρικές δεξιότητες, σημαντικές για τη μάθηση γεωμετρικών εννοιών. Μπορούν εξίσου να βελτιώσουν δεξιότητες που έχουν να κάνουν με τη νοερή περιστροφή σχημάτων και αντικειμένων καθώς και με τη χωρική οπτικοποίηση (Olkun, Altun, & Smith, 2005). Υπάρχουν λογισμικά σχεδιασμένα ώστε να προσφέρουν παιχνίδια με tangrams, καθώς και πολυάριθμες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο που προσφέρονται για τον ίδιο σκοπό.
ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ TRACKSTAR: Οι αντικειμενικές δυνατότητες του διαδικτύου αλλά και η ευρεία αποδοχή του από τις νεαρές ηλικίες καλλιέργησαν την ιδέα της αξιοποίησής του σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ως ένα ακόμη εργαλείο του εκπαιδευτικού (Παπανικολάου, Τσαγκάνου, & Γρηγοριάδου, 2002). Το Trackstar είναι ένα on line πρόγραμμα στο internet που επιτρέπει στο χρήστη να επιλέγει τις ιστοσελίδες που τον ενδιαφέρουν και να τις συγκεντρώνει σε ένα παράθυρο υπό τη μορφή υπερσυνδέσμων. Προσφέρει τη δυνατότητα οργάνωσης των ιστοσελίδων σε συγκεκριμένα θέματα (tracks) της αρεσκείας του, τα οποία έπειτα μπορούν να είναι διαθέσιμα μέσω της πρόσβασης στο διαδίκτυο, στον καθένα, για ανάγνωση. Τα θέματα στο Trackstar δημιουργούνται κυρίως από εκπαιδευτικούς ή μαθητές. Όλη η θεματολογία οργανώνεται σε καταλόγους αναφορικά με την ηλικία των παιδιών (π.χ. προσχολική ηλικία, παιδιά δημοτικού κ.ο.κ). Επιπρόσθετα, οι χρήστες μπορούν να επιλέξουν την κατηγοριοποίηση των θεμάτων τους με βάση λέξεις κλειδιά (π.χ. ειδική εκπαίδευση), βάση του ονόματός τους και βάση άλλων κριτηρίων. Η διαδικασία πρόσβασης στο περιεχόμενο των θεμάτων γίνεται με αρκετά εύκολο τρόπο (Smith & Smith, 2002). Από τα παραπάνω συνεπάγεται, ότι το Trackstar μπορεί ν’ αποτελέσει σημαντικό εργαλείο στη διάθεση των εκπαιδευτικών. Ελαχιστοποιεί ορισμένες από τις αρνητικές συνέπειες που έχει η ελεύθερη αναζήτηση στο διαδίκτυο, όπως ο ανεξέλεγκτος πλούτος πληροφοριών και κυρίως προσδίδει πολύτιμο χρόνο στους εκπαιδευτικούς. Μπορούν να εστιάσουν στη διδασκαλία μέσω θεμάτων, να ωθήσουν τους μαθητές σε δραστηριότητες με βάση αυτή τη θεματολογία, να συσχετίσουν τις δραστηριότητες με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα. Επίσης, να μοιραστούν έτοιμες πληροφορίες -συγκεντρωμένες σε tracks- με άλλους εκπαιδευτικούς (Smith & Smith, 2002). Άλλα προτερήματα του λογισμικού είναι ότι η πρόσβαση σε αυτό πραγματοποιείται μέσω διαδικτύου, χωρίς να απαιτείται κάποιο cd-rom ή η εγκατάσταση λογισμικού στον υπολογιστή. Παράλληλα, προσφέρει τη δυνατότητα ανανέωσης της πληροφορίας από τους χρήστες και έτσι η άλλοτε χρονοβόρα διαδικασία ανανέωσης και αντικατάστασης προγραμμάτων παύει να υφίσταται. Ορισμένοι περιορισμοί οι οποίοι αναφέρονται σχετικά με το λογισμικό έχουν να κάνουν, κυρίως, με τη δυναμική φύση του ίδιου του διαδικτύου, όπως η αδυναμία ανοίγματος ορισμένων ιστοσελίδων, η μη ενημέρωση ή η παλαιότητα τους, η αξιοπιστία των διατιθέμενων πληροφοριών (Smith & Smith, 2002). Αυτοί οι περιορισμοί καταδεικνύουν τη σπουδαιότητα κριτικής επιλογής των ιστοσελίδων και συλλογής των κατάλληλων στο Trackstar, ιδιαίτερα όταν μια θεματολογία προορίζεται για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Στην ίδια κατηγορία με το Trackstar είναι και το E-Themes, ένα επίσης on line λογισμικό, το οποίο προσφέρει τη δυνατότητα συλλογής ιστοσελίδων ανά θεματικές κατηγορίες (Jonassen, Howland, Moore, & Marra, 2003)
Αυτοσχέδια ιστορία: "Κάποτε στην μακρινή Κίνα ζούσε ένα μικρό αγόρι που το λέγανε Ταν. Ο Ταν είχε πάντοτε μία μεγάλη επιθυμία. Ήθελε να χαρίσει ένα ξεχωριστό δώρο στον αυτοκράτορα της χώρας του. Έτσι λοιπόν μία μέρα έφτιαξε ένα γυάλινο τετράγωνο δίσκο. Σαν αυτόν εδώ.. Πόσο χαρούμενος ήταν ο Ταν! Επιτέλους, η επιθυμία του θα γινόταν πραγματικότητα. Ξεκίνησε λοιπόν την ίδια κιόλας ημέρα να πάει το δώρο του στον βασιλιά. Στο δρόμο όμως που πήγαινε παραπάτησε και ο γυάλινος δίσκος του έπεσε στη γη και έσπασε σε εφτά κομμάτια. «Αχ! Πόσο απρόσεχτος ήμουν», σκέφτηκε ο Ταν, «Και τώρα τι θα κάνω;» αναρωτήθηκε. Ξαφνικά του ήρθε μία καταπληκτική ιδέα. «Θα κολλήσω όλα τα κομμάτια και θα τον ξαναφτιάξω όπως ήταν» φώναξε δυνατά, γεμάτος ενθουσιασμό. Έσκυψε γρήγορα κάτω και άρχισε να μαζεύει με μεγάλη προσοχή τα κομμάτια και να τα ενώνει. Όσο κι αν προσπαθούσε όμως να τα ενώσει και να φτιάξει τον δίσκο του όπως ήταν, δεν τα κατάφερνε, γιατί κάθε φορά έφτιαχνε και ένα διαφορετικό καταπληκτικό σχέδιο. Τότε ο μικρός Ταν σκέφτηκε «Θα πάω στο βασιλιά, θα του εξηγήσω τι μου συνέβη και μετά θα του χαρίσω τα κομμάτια αυτά, για να κάνει πολύ όμορφα σχέδια». Και έτσι έκανε πραγματικά. Μόλις ο αυτοκράτορας άκουσε την ιστορία του Ταν, τον ευχαρίστησε πολύ για το δώρο του και του ζήτησε να δώσει ένα όνομα σε αυτά τα κομμάτια που έμοιαζαν με πάζλ, για να γίνουν γνωστά σε όλο τον κόσμο. Ο Ταν ονόμασε αυτά τα εφτά κομμάτια ταγκραμ και πολλοί άνθρωποι από τότε χρησιμοποιούν τα ταγκραμ για να φτιάχνουνε όμορφα σχέδια. Να σαν αυτά εδώ.."
Η διδακτική διαδικασία και οι απαντήσεις των παιδιών μαγνητοφωνήθηκαν, τρόπος ο οποίος αποτέλεσε το μέσο συλλογής και καταγραφής των δεδομένων μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι θα ήταν επιθυμητό, από πλευράς μας, να γίνει χρήση βιντεοκάμερας για τη βιντεοσκόπηση της όλης διαδικασίας, λόγω του ότι η ύπαρξη εικόνας κατά την ανάλυση και αξιολόγηση θα επέτρεπε την εστίαση σε περισσότερες λεπτομέρειες, κυρίως όσον αφορά τις ενέργειες των παιδιών στον υπολογιστή και την αλληλεπίδρασή τους με το λογισμικό. Δυστυχώς, η βιντεοσκόπηση απαγορεύεται ρητά από το προσωπικό του νηπιαγωγείου.
Τα νήπια δούλεψαν σε ομάδες των τριών ατόμων μπροστά από έναν υπολογιστή, ο οποίος φυσικά διέθεται και internet, γεγονός που μας επέτρεψε να κάνουμε χρήση του λογισμικού Trackstar με τις δραστηριότητες που είχαμε συγκεντρώσει σε αυτό. Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε τόσο ένα κλίμα συνεργασίας και αλληλεπίδρασης μεταξύ των παιδιών, όσο και ευκαιρίες για ατομική εργασία στον υπολογιστή με την ανάθεση επίλυσης προβλημάτων μέσω παιχνιδιών tangrams για κάθε παιδί.
Κατά τη διάρκεια της διδακτικής διαδικασίας, οι ρόλοι μας ως εκπαιδευτικοί δε διαχωρίζονταν αλλά αλληλοσυμπληρώνονταν, με σκοπό την παρουσίαση του θέματος στα παιδιά, του στόχου σε κάθε δραστηριότητα -πολλές φορές την προώθηση της ανακάλυψης του στόχου από τα ίδια τα παιδιά- και κυρίως τη χρήση κατάλληλων ερωτήσεων σε κρίσιμα σημεία των δραστηριοτήτων προς ανακάλυψη της σκέψης των παιδιών και της διευκόλυνσης τους κατά την επίλυση ενός στόχου.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί, ότι η διδακτική μας παρέμβασης εφαρμόστηκε σε 2 ημέρες, με χρόνο διάρκειας 60 περίπου λεπτά η κάθε μία, γεγονός το οποίο δεν μπορεί να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα των δεξιοτήτων των παιδιών καθώς αναπτύσσονται, διότι δεν αποτέλεσε πολυήμερη διδασκαλία ώστε να επανασχεδιαστεί μέσα στο χρόνο (σύμφωνα με τη μεθοδολογία του διδακτικού πειράματος).
Προσπαθήσαμε η διδακτική διαδικασία που σχεδιάσαμε και ακολουθήσαμε να είναι απλή και κατανοητή, με σκοπό την καταλληλότητά της για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Αφόρμηση αποτέλεσε η διήγηση μιας ιστορίας, η οποία πρόκειται για διασκευή ενός παλιού κινέζικου μύθου. Οι ιστορίες και γενικότερα τα παραμύθια είναι πολύ ευχάριστα στα παιδιά και στη δική μας περίπτωση η επιλογή της ιστορίας, εισήγαγε τα παιδιά στην έννοια των tangrams με έναν αυθόρμητο και διασκεδαστικό τρόπο.
Με το τέλος της ιστορίας, δώσαμε στα παιδιά εκτυπωμένο υλικό ώστε να παρατηρήσουν ποικίλες εικόνες με συνθέσεις από tangrams, καθώς και απτικά (χειροπιαστά) κομμάτια tangrams, συνδέοντας τα με την ιστορία: τα μεν απτικά tangrams αποτέλεσαν τα 7 σπασμένα κομμάτια του δίσκου του Ταν και οι συνθέσεις αυτών, τις προσπάθειες του να φτιάξει το σπασμένο του δίσκο. Αποτέλεσαν επιπλέον μέσα εξοικείωσης και ανάπτυξης δεξιοτήτων με τα tangrams. Τα παιδιά αυθόρμητα προσπάθησαν να μετρήσουν τα σχήματα στο δίσκο του Ταν, ενώ στη συνέχεια παροτρύνθηκαν να μετρήσουν τα κομμάτια σε όλες τις εικόνες με σκοπό να διαπιστώσουν ότι είναι σε όλες πάντα 7. Παράλληλα, αναγνώρισαν τα σχήματα και προσπάθησαν να δημιουργήσουν δικές τους συνθέσεις, αλλά και συνθέσεις από τις εικόνες του εκτυπωμένου υλικού.
Αφού τους δόθηκε αρκετός χρόνος για την ενασχόληση με τα απτικά tangrams, επόμενο στάδιο ήταν η πλοήγηση στο λογισμικό Trackstar. Για να γίνει ομαλά η μετάβαση στον υπολογιστή και στο συγκεκριμένο λογισμικό, προσπαθήσαμε να συνδέσουμε την ιστορία λέγοντας πως ο μικρός Ταν έχει κρύψει στον υπολογιστή κάποιες επιπλέον εικόνες με συνθέσεις από tangrams. Το πρόβλημα ήταν πως δε θυμόταν που ακριβώς τις είχε κρύψει και έτσι ζητούσε τη βοήθειά τους. Παροτρύναμε να προσπαθήσουν να τις βρουν. Στο λογισμικό Trackstar, το οποίο και θέλαμε να εξερευνήσουν τα παιδιά αλλά και να μυηθούν στον τρόπο εύρεσης των αποθηκευμένων ιστοσελίδων με τα tangrams, συγκεντρώσαμε ιστοσελίδες με διάφορα παιχνίδια σύνθεσης, ιεραρχώντας τα βάση της δυσκολίας τους. Πρώτη τοποθετήθηκε μία ιστοσελίδα με animation tangrams, όπου μέσω της κίνησης τα παιδιά μπορούσαν να παρατηρήσουν την εναλλαγή συνθέσεων εικόνων από τα συγκεκριμένα γεωμετρικά σχήματα. Αυτή θα λέγαμε ότι ήταν μία ιστοσελίδα εισαγωγής των παιδιών στις συνθέσεις από tangrams στον υπολογιστή.
Οι επόμενες τρεις ιστοσελίδες αντιστοιχούσαν σε τρία παιχνίδια κατασκευής tangrams με διαφορετικό επίπεδο δυσκολίας το καθένα. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο παιχνίδι με το μικρότερο βαθμό δυσκολίας, τα παιδιά έπρεπε να δημιουργήσουν μία σύνθεση βάση ενός προτύπου, δηλαδή είχαν μπροστά τους ένα σχέδιο με περίγραμμα και εσωτερικές βοηθητικές γραμμές, στο οποίο έπρεπε να τοποθετήσουν τα 7 γεωμετρικά σχήματα. Στο ίδιο παιχνίδι μπορούσαν, ακόμα, να κατασκευάσουν αυτοσχέδιες εικόνες συνθέτοντας τα 7 σχήματα και αλλάζοντας τα χρώματα μέσα σε αυτά, ώστε να φτάσουν στο αποτέλεσμα της αρεσκείας τους.
Το επόμενο παιχνίδι παρουσίαζε κάποια μεγαλύτερου βαθμού δυσκολία καθώς τα παιδιά έπρεπε να τοποθετήσουν τα σχήματα μέσα σε ένα σχέδιο, που είχε μόνο το περίγραμμά του, χωρίς εσωτερικές βοηθητικές γραμμές.
Στο τελευταίο και μεγαλύτερης δυσκολίας παιχνίδι, έπρεπε να επιλέξουν και να συνθέσουν ένα σχέδιο βάση ενός προτύπου που ήταν, όμως, μικρότερης κλίμακας σε σχέση με τα σχήματα που δίνονταν για τη σύνθεση του σχεδίου.
Καθ’ όλη τη διαδικασία σύνθεσης σχεδίων στον υπολογιστή, τα παιδιά έπρεπε ν’ ανακαλύψουν και να εξοικειωθούν με κάποιες δεξιότητες ιδιαίτερου χειρισμού, όπως το πώς μπαίνει το σχήμα στη θέση του, πως περιστρέφεται, πως αλλάζει προσανατολισμό. Γενικότερα αυτοί οι χειρισμοί βοηθούν και στην καλλιέργεια της χωρικής αίσθησης και της οπτικοποίησης.
Η τελευταία ιστοσελίδα στο Trackstar, αφορούσε την ύπαρξη των tangrams στην καθημερινότητα. Τα παιδιά μπορούσαν να παρατηρήσουν εικόνες από έπιπλα με διαφορετικό design, δηλαδή με διαφορετική σύνθεση των 7 γεωμετρικών σχημάτων του κινέζικου παιχνιδιού. Η ιστοσελίδα προστέθηκε με σκοπό να έρθουν σε επαφή και με μια διαφορετική οπτική και χρήση αυτών των συνθέσεων.
Συγκεκριμένα, οι στόχοι οι οποίοι τέθηκαν ήταν οι εξής: Να εξοικειωθούν με τη δημιουργία κινέζικων παζλ tangrams μέσω του εποπτικού υλικού (εκτυπωμένες εικόνες, απτικά κομμάτια tangrams) και των παιχνιδιών στο Trackstar. Να προάγουν δεξιότητες αναγνώρισης των γεωμετρικών σχημάτων, διερευνώντας τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσά τους. Να προάγουν την ανάπτυξη της χωρικής αίσθησης και της οπτικοποίησης. Να συνθέτουν τοποθετώντας το ένα σχήμα δίπλα στο άλλο ή να τα περιστρέφουν προς την κατάλληλη θέση. Να εξοικειωθούν με τη χρήση του λογισμικού.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Κατά το παρόν κεφάλαιο προβαίνουμε στην ανάλυση και αξιολόγηση της διδακτικής διαδικασίας και των δραστηριοτήτων που έλαβαν χώρα σε αυτήν. Η αξιολόγηση επιχειρείται μέσα από την παράθεση και το σχολιασμό επιλεγμένων σημαντικών-κρίσιμων επεισοδίων που διαδραματίστηκαν κατά τη διδακτική διαδικασία. Σε κάθε επεισόδιο, παρατίθενται και οι διάλογοι μεταξύ α) των παιδιών μεταξύ τους, β) των παιδιών με τους εκπαιδευτικούς και γ) με μια πιο ‘αφαιρετική σκοπιά’, των παιδιών με το εργαλείο (λογισμικό).Η επιλογή των επεισοδίων έγινε με κριτήριο τη διερεύνηση των νοημάτων που κατασκευάζουν τα παιδιά, τη διερεύνηση της επίτευξης των στόχων που τέθηκαν και της ανάπτυξης δεξιοτήτων σε κάθε δραστηριότητα, τη χρήση και αλληλεπίδραση με το λογισμικό Trackstar, τη συνεργασία των παιδιών και την ανίχνευση του επιπέδου γεωμετρικής συλλογιστικής σκέψης κατά Van Hiele. Τέλος, σχολιάζεται ο,τιδήποτε άλλο θεωρήθηκε σημαντικό και κρίναμε ότι αξίζει να αναφερθεί.
Επεισόδιο 1: Αναγνώριση εικόνων από tangrams
Στα παιδιά έχει δοθεί το εκτυπωμένο υλικό με τα σχέδια (π.χ. καράβι, γάτα, πάπια, κτλ.) από σύνθεση με tangrams. Στο επεισόδιο που ακολουθεί παρατηρούν και αναγνωρίζουν τις εικόνες μέσα από την καθημερινότητα τους.
Φ: Σας θυμίζουν αυτά τα σχέδια κάτι;
Π1: Βλέποντας όλα τα κομμάτια μαζί;
Π2: Εμένα μου θυμίζει πάπια!
Σ’ αυτό το 1ο επεισόδιο μας ενδιαφέρει να επικεντρώσουν τα παιδιά την προσοχή τους στο ‘όλο’ ώστε ν’ αναγνωρίσουν σχέδια. Αρχικά, επικρατεί ησυχία και δεν παίρνουμε κάποια απάντηση. Ίσως γιατί τα σχέδια ήταν αρκετά και επιπλέον διότι δεν επιστήσαμε την προσοχή τους σε κάποιο συγκεκριμένο. Η Ηλέκτρα παίρνει την πρωτοβουλία και δείχνοντας με το χέρι της σ’ ένα από αυτά, αναγνωρίζει μία πάπια. Μετά από την απάντηση της Ηλέκτρας, ενθαρρύνονται και τα υπόλοιπα δύο παιδιά στην αναγνώριση άλλων εικόνων.
Επεισόδιο 2: Επιμερισμός και καταμέτρηση σχημάτων
Πάλι κατά την παρατήρηση των εικόνων, προσπαθούμε με τη χρήση σχετικών ερωτήσεων να μετατοπίσουμε την προσοχή από το ‘όλο’ (1ο επεισόδιο) στα επιμέρους κομμάτια από τα οποία αποτελούνται τα σχέδια, καθώς και στον αριθμό αυτών.
Φ: Αυτά τα σχέδια τι έχουν μέσα;
Π1: Γραμμούλες.
Π2: Οι γραμμούλες τι κάνουν το σχέδιο;
Π1: Το χωρίζουν
Φ: Θέλετε να μετρήσετε τα κομμάτια σε κάθε σχέδιο;
ΠΑΙΔΙΑ: 1,2,…,7 (μετρήσανε όλες τις εικόνες) […]
Φ: Η., είναι τόσα για μέτρησε τα και εσύ.
Ο Π. με την απάντηση «γραμμούλες» δείχνει να έχει αντιληφθεί ότι υπάρχει κάτι που χωρίζει τα σχέδια σε μικρότερα κομμάτια. Αυτό επιβεβαιώνεται από την αμέσως επόμενη απάντησή του, η οποία και μας εκπλήσσει: «το χωρίζουν!» (εννοεί οι γραμμούλες χωρίζουν την εικόνα). Τα παιδιά δεν παρουσιάζουν καμία δυσκολία στην καταμέτρηση των επιμέρους κομματιών, μάλιστα παίρνουν την πρωτοβουλία και τα μετράνε σε όλες τις εικόνες. Η Ηλέκτρα δείχνει πιο διστακτική, αλλά με την κατάλληλη παρότρυνση ενθαρρύνεται και συμμετέχει στην καταμέτρηση με τα υπόλοιπα παιδιά. Φαίνεται να έχουν αντιληφθεί ότι ένα σχέδιο tangram μπορεί να αποτελείται από επιμέρους στοιχεία
Επεισόδιο 3: Αναγνώριση σχημάτων
Το παραπάνω επεισόδιο (2ο) δίνει έναυσμα ώστε να προχωρήσουμε στην αναγνώριση των σχημάτων μέσα από τις εικόνες.
Π1: Αυτό που ξεχωρίζει με τι μοιάζει; (δείχνει ένα τρίγωνο)
Π2: Με τριγωνάκι
Φ: Αυτά τα σχήματα είναι όλα ίδια;
Π2: Όχι μερικά είναι ίδια…αυτό είναι τετράγωνο!
Φ: Η., που βλέπεις τετράγωνο σε κάθε σχέδιο;
Π2: Εδώ, εδώ…(δείχνει με το χέρι πάνω σε διάφορες εικόνες)
Φ: Έκτός από το τετράγωνο ποιο άλλο σχήμα βλέπετε;
Π2: Τρίγωνο…αυτό, αυτό, αυτό..(δείχνει πάλι με το χέρι)
Φ: Μετρήστε πόσα τρίγωνα είναι
ΠΑΙΔΙΑ: 1, 2, …5!
Φ: Το σχήμα που έδειξες πριν, Παναγιώτη, τι σχήμα είναι; (είχε δείξει το πλάγιο παραλληλόγραμμο)
Π3: Μου φαίνεται σαν κύριος που κάθεται σε πολυθρόνα
Τα παιδιά δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αναγνώριση και κατονομασία των σχημάτων σε κάθε σχέδιο. Αναγνωρίζουν όλα τα τρίγωνα (ανεξάρτητα από το μέγεθός τους) και τα τετράγωνα. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του Π3 για το πλάγιο παραλληλόγραμμο, του οποίου την ονομασία δε γνωρίζει, αλλά ύστερα από σχετική ερώτηση μπορεί να το παρομοιάσει «με κύριο που κάθεται σε πολυθρόνα». Η απάντηση αυτή παραπέμπει στο επίπεδο 0 γεωμετρικής συλλογιστικής σκέψης κατά Van Hiele, όπου τα παιδιά μπορούν να κατονομάσουν τα σχήματα βασιζόμενα στην εμφάνιση και στη μορφή τους.
Επεισόδιο 4: «Νομίζω ότι μου λείπει ένα…»
Τα παιδιά βρίσκονται στη φάση ενασχόλησης με τα απτικά κομμάτια tangrams και προσπαθούν να συνθέσουν το δίσκο του Ταν (τετράγωνο) στα τραπεζάκια, έχοντας ως πρότυπο την εκτυπωμένη εικόνα (δεν τους έχει δοθεί κάποιο περίγραμμα του τετραγώνου για να τοποθετήσουν τα κομμάτια πάνω). Ο Π. ενώ συνθέτει με σχετική ευκολία το τετράγωνο, στο συγκεκριμένο επεισόδιο νομίζει ότι του λείπει κάποιο σχήμα για να το ολοκληρώσει. Δείχνει προβληματισμένος διότι δεν μπορεί να τοποθετήσει το τρίγωνο που κρατά. Το επεισόδιο διαδραματίζεται ως εξής:
Π1: Νομίζω ότι μου λείπει ένα…
Φ: Δες μήπως κάτι δεν έβαλες
Φ2: Κρατάς κι’ άλλο ένα στο χέρι σου. Τι σχήμα είναι;
Π1: Τρίγωνο
Φ: Είναι όλα ίδια τα τρίγωνα αυτά;
Π1: Όχι
Φ: Σε τι διαφέρουν;
Π1: Όχι, γιατί αυτό είναι ανάποδο!
Φ: Αν το γυρίσουμε; (εννοείται στον προσανατολισμό που είναι και τα άλλα) Ποιο χρειάζεται τώρα;
Π1: Λίγο μεγαλύτερο (δυσκολεύεται…)
Φ: Ποια είναι τα μεγάλα σου τρίγωνα;
Π1: Αυτά (τα βρίσκει)
Φ: Κοίτα την εικόνα, πως θα μπορούσες να τα βάλεις;
Στην πραγματικότητα ο Π. έχει ήδη τοποθετήσει ένα μεγάλο τρίγωνο στη θέση όπου έπρεπε να βάλει ένα μικρότερο. Από μόνος του αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά θεωρεί ότι κάποιο σχήμα του λείπει. Παροτρύνεται να εξετάσει και πάλι τα σχήματα που διαθέτει καθώς και να συγκρίνει τα τρίγωνα μεταξύ τους. Αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι όμοια: το αιτιολογεί, όμως, όχι εξαιτίας του μεγέθους, αλλά της θέσης τους (η κορυφή του τριγώνου που κρατάει είναι περιστραμμένη 180ο σε σχέση με τα υπόλοιπα). Το παιδί φαίνεται να έχει την αίσθηση του χώρου και του μεγέθους, αλλά δείχνει να μπερδεύεται με τον προσανατολισμό του σχήματος. Αυτός ο τρόπος συλλογιστικής όπου και πάλι η εμφάνιση υπερισχύει των ιδιοτήτων των σχημάτων, ανήκει στο επίπεδο 0 κατά Van Hiele. Τέλος, με κατάλληλες ερωτήσεις εστιάζει την προσοχή του στο μέγεθος, αλλά δείχνει και πάλι να προβληματίζεται. Παροτρύνεται να ξεχωρίσει τα δύο μεγάλα τρίγωνα που διαθέτει, ώστε να βοηθηθεί.
Επεισόδιο 5: «H βαρκούλα είναι εύκολη!»
Τα παιδιά στο παρακάτω επεισόδιο, αναζητούν τα σχέδια που θα συνθέσουν στο περιβάλλον του Trackstar:
Π1: Γύρνα το λίγο πίσω, η βαρκούλα ήτανε εύκολη! (επίπεδο δυσκολίας: με περίγραμμα, χωρίς βοηθητικές γραμμές)
Φ: Γιατί λες ήτανε εύκολη;
Π1: Επειδή είχε λίγα κομμάτια
Φ: Πόσα κομμάτια είναι στο κουνέλι; (το έχουν σχηματίσει προηγουμένως)
Π2: 7!
Φ: 7; Πόσα τα μετρήσαμε πριν σε όλα τα σχήματα;
Π2: 7!
Φ: Στη βαρκούλα πόσα λες να είναι τα σχήματα;
Π1: 2 νομίζω…
Φ: Πόσα σχήματα μας δίνει και εδώ στη βαρκούλα;
ΠΑΙΔΙΑ: 1,2,3!
Φ: Ναι, αλλά εδώ έξω, γύρω-γύρω πόσα σου δίνει να κάνεις;
Π2: 1,2,…7!
Η απεικόνιση της βαρκούλας δίνει στον Π.η τη λανθασμένη εντύπωση ότι αποτελείται από λιγότερα σχήματα, οπότε κρίνει πως είναι και εύκολη στη σύνθεσή της. Φαίνεται ότι σ’ αυτό το επίπεδο δυσκολίας (χωρίς τις εσωτερικές βοηθητικές γραμμές) τα παιδιά δυσκολεύονται ν’ αντιληφθούν ότι οι εικόνες συνθέτονται από 7 σχήματα. Έτσι λοιπόν, με κατάλληλες ερωτήσεις, βάζουμε εκ νέου τα παιδιά στη διαδικασία να μετρήσουν τα σχήματα από τα οποία αποτελούνται τα σχέδια που έχουν ήδη συνθέσει και ότι ήταν πάντα 7.
Επεισόδιο 6: Κριτήρια για την επιλογή σχημάτων
Τα παιδιά συνεχίζουν την επιλογή των σχημάτων που επιθυμούν να συνθέσουν στο Trackstar:
Π1: Το Ε (χωρίς βοηθητικές γραμμές)
Π2: Είναι δύσκολο!
Φ: Γιατί νομίζεις ότι είναι δύσκολο;
Π2: Επειδή δεν έχει άλλο τετράγωνο
Φ: Με αυτά τα σχήματα δεν μπορεί να γίνει;
Π2: Ναι!
Σ’ αυτό το επεισόδιο η εικόνα (γράμμα Ε), εξαιτίας και πάλι της συγκεκριμένης απεικόνισής της και της έλλειψης βοηθητικών γραμμών, αυτή τη φορά αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα επιλογής της από τον Παναγιώτη. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του Παναγιώτη ότι η σύνθεση της είναι δύσκολη, γιατί δεν υπάρχει άλλο τετράγωνο. Διαφαίνεται ότι η έλλειψη των βοηθητικών γραμμών δημιουργεί επιπλέον τη σύγχυση στο ότι όλα τα tangrams συνθέτονται από 7 σχήματα και ότι αυτά είναι συγκεκριμένα. Επιπλέον, φαίνεται ότι ο Παναγιώτης επιλέγει τις εικόνες με κριτήριο το μικρότερο βαθμό δυσκολίας σε σχέση με την Ηλέκτρα η οποία τις επιλέγει, κυρίως, με βάση αυτές που της αρέσουν περισσότερο.
Επεισόδιο 7: Δεξιότητες σύνθεσης και περιστροφής σχημάτων
Κατά τη διάρκεια της σύνθεσης στο Trackstar, λαμβάνει χώρα το επεισόδιο:
Π1: Αυτό το τρίγωνο που μπορεί να μπει;
Π2: Πουθενά!
Φ: Τι είναι αυτό που έβγαλε;
Π3: Μια βουλίτσα μαύρη, τι παθαίνει;
ΠΑΙΔΙΑ: Γυρίζει.
Π2: Είναι με γυρισμό!!
Π1: Πώς γυρνάει;
Φ: Βοήθησέ την Π., να της δείξεις πως γυρνάει
Π3: Πατάω τη βουλίτσα και μετά το γυρνάω με το ποντίκι.
Π!: Προς τα πού πρέπει να το γυρίσεις;
Τα παιδιά δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι το τρίγωνο που περισσεύει πρέπει ν’ αλλάξει προσανατολισμό για να μπει σε μια συγκεκριμένη θέση για το σχηματισμό της εικόνας. Παροτρύνονται να εντοπίσουν τον τρόπο περιστροφής του και δε δυσκολεύονται να τον ανακαλύψουν. Αυτό απαιτεί ιδιαίτερη δεξιότητα στο χειρισμό του ποντικιού, διατηρώντας πατημένο το αριστερό κουμπί (κλικ) και περιστρέφοντας το σχήμα, την οποία ο Παναγιώτης φαίνεται να έχει αναπτυγμένη. Τα υπόλοιπα παιδιά δυσκολεύονται και αυτό μας δίνει την ευκαιρία να ενθαρρύνουμε τη συνεργασία, προτρέποντας τον Παναγιώτη να τους δείξει τον τρόπο. Ο Παναγιώτης προθυμοποιείται αμέσως, ενώ κατά τη διάρκεια που δείχνει τον τρόπο, περιγράφει τις κινήσεις του.
Επεισόδιο 8: Αλληλεπίδραση με το Trackstar
Στο παρακάτω επεισόδιο, αφήνουμε τα παιδιά να εξερευνήσουν το λογισμικό, ακόμα και όταν ξεφεύγουν από τις προκαθορισμένες ιστοσελίδες των παιχνιδιών με tangrams. Με κατάλληλες ερωτήσεις προσπαθούμε να τα επαναφέρουμε, υπενθυμίζοντάς πως πρέπει να βοηθήσουμε τον Ταν ν’ ανακαλύψει κι άλλα σχέδια από tangrams:
Φ: Πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τα κομμάτια του Ταν!
Π1: Τον Ταν πρέπει να βοηθήσουμε
Π2: Να πατήσω αυτό;
Φ: Πάτα το να δεις, έχει μέσα πουθενά κομμάτια του Ταν;
Π3: Όχι!
Φ: Σας θυμίζουν τίποτα από αυτά που βλέπαμε;
Π1: Έχει αυτά εδώ με τους κύκλους
Φ: Είχαμε κύκλο εμείς; […]
Φαίνεται ξεκάθαρα η αλληλεπίδραση των παιδιών με το συγκεκριμένο λογισμικό. Δείχνουν ότι μπορούν να χειριστούν το λογισμικό, εντοπίζοντας στο αριστερό μέρος της οθόνης τις ιστοσελίδες και πως το περιεχόμενο της καθεμίας εμφανίζεται στο κέντρο. Γνωρίζουν ακόμα ποιες ιστοσελίδες έχουν ανοίξει και ποιες όχι και ωθούνται από μόνα τους στην ανακάλυψη του περιεχομένου τους. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι τα παιδιά γενικότερα εμφανίζουν εξοικείωση με τη πλοήγηση στο διαδίκτυο (π.χ. γνωρίζουν τη λειτουργία του κουμπιού «πίσω»).
Αρκετά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν τόσο για την παραπάνω διδακτική διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και για την πιθανότητα επανασχεδιασμού με σκοπό τη βελτίωση ή και επέκτασή της. Αρχικά πρέπει να σημειώσουμε, ότι τα παιδιά ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένα με τη χρήση του υπολογιστή και έδειξαν μεγάλη προθυμία και ευχαρίστηση καθ’ όλη τη διάρκεια διεξαγωγής των δραστηριοτήτων, γεγονός που διευκόλυνε τόσο εμάς προσωπικά, όσο και την όλη διαδικασία. Όσον αφορά τους στόχους που τέθηκαν, θεωρούμε ότι επιτεύχθηκαν -άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο- και αυτό εξετάστηκε μέσα από τη διαδικασία της αξιολόγησης. Τα παιδιά εξοικειώθηκαν αναφορικά με το πώς να συνθέτουν tangrams μέσω της ποικιλίας των μέσων (εποπτικό υλικό, απτικά κομμάτια, παιχνίδια στο Τrackstar). Ακόμα, κατάφεραν να αναπτύξουν δεξιότητες που έχουν να κάνουν με την αναγνώριση των γεωμετρικών σχημάτων, την περιστροφή, τον προσανατολισμό τους, καθώς και τη δεξιότητα της χωρική αίσθησης και της οπτικοποίησης.
Αξίζει να σημειωθεί, σε αυτό το σημείο, ότι θα μπορούσαμε να είχαμε εστιάσει στην ταξινόμηση των σχημάτων κατά τη φάση ενασχόλησης με τα απτικά κομμάτια tangram (π.χ. ανά σχήμα, μέγεθος, χαρακτηριστικά, χρώμα) μέσα από δραστηριότητες ταξινόμησης και ομαδοποίησης. Επιπλέον, αν θέλαμε να επικεντρωθούμε στις ιδιότητες των σχημάτων, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε, παράλληλα με τα παραπάνω μέσα για τα tangrams, ευέλικτα λογισμικά που εστιάζουν στην ανάπτυξη γεωμετρικών δεξιοτήτων και εννοιών (π.χ. Cabri, Sketchpad, Tabletop).
Σύμφωνα με τα παραπάνω συμπεραίνουμε την αξία χρήσης ποικίλων μέσων και εργαλείων σε συνδυασμό μεταξύ τους κατά την εφαρμογή διδακτικών παρεμβάσεων. Στη συγκεκριμένη, δική μας περίπτωση, παρατηρήσαμε ότι η χρήση του απτικού αλλά και ηλεκτρονικού υλικού, εκτός του ότι βοήθησε στην ανάπτυξη κάποιων διαφορετικών δεξιοτήτων χειρισμού, παράλληλα συνέβαλε στην εμπέδωση εννοιών και στη βαθύτερη καλλιέργεια των δεξιοτήτων που επιθυμούνταν να αναπτυχθούν.
Όσον αφορά το λογισμικό Trackstar, αξίζει να τονίσουμε ακόμη μία φορά την κριτική επιλογή των ιστοσελίδων που συλλέγονται σε αυτό. Απαιτεί πολύωρη, προσεκτική και συνάμα απαιτητική πλοήγηση στο διαδίκτυο, ώστε να βρεθούν οι πλέον κατάλληλες ιστοσελίδες βάση της ηλικία των παιδιών για τις οποίες προορίζονται, των στόχων και των δεξιοτήτων που επιθυμείται ν’ αναπτυχθούν. Κρίνουμε ότι αν είχαμε την ευκαιρία επανασχεδιασμού της διδακτικής παρέμβασης, η επιλογή μιας συγκεκριμένης ιστοσελίδας θα μπορούσε να μην είχε συμπεριληφθεί. Πρόκειται για την ιστοσελίδα που περιείχε μια πληθώρα παιχνιδιών, πέρα από τα tangrams, στην οποία τα παιδιά απομακρύνθηκαν από το στόχο τους. Από την άλλη, ίσως αποτέλεσε και ευκαιρία ανάπτυξης ελευθερίας κινήσεων, διασκέδασης, αλλά και ανακάλυψης του περιβάλλοντος και των δυνατοτήτων του λογισμικού. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να σχεδιαστεί μία ανάλογη διδακτική παρέμβαση η οποία θα συμπεριλαμβάνει και την ελεύθερη πλοήγηση στο διαδίκτυο μέσω της μηχανής αναζήτησης Google, με στόχο την εύρεση και συλλογή ποικίλων πληροφοριών σχετικά με τα tangrams.
Ένα ουσιαστικό συμπέρασμα που μπορεί να διεξαχθεί από τα παραπάνω, είναι η αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα των Νέων Τεχνολογιών στη διαδικασία ανακάλυψης νέων θεμάτων, εννοιών και δεξιοτήτων. Το κυρίαρχο όμως ερώτημα της εισαγωγής τους ή όχι στην εκπαίδευση που επικρατούσε μέχρι τώρα, μετατοπίζεται στους τρόπους και στις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες αυτή η εισαγωγή μπορεί να στηρίξει καλύτερα τη μάθηση των παιδιών.
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι η μελέτη και η ‘πειραματικού τύπου’ εφαρμογή της μεθοδολογίας του διδακτικού πειράματος (teaching experiment), αποτέλεσε μία πρωτόγνωρη εμπειρία για εμάς. Ανακαλύψαμε -στην πράξη- ότι δίνεται όντως ουσιαστικό ενδιαφέρον στη διαδικασία της μάθησης παρά στο αποτέλεσμα αυτής. Η φάση της αξιολόγησης, κυρίως, μας ενθουσίασε διότι εστίασε την προσοχή μας στους τρόπους συλλογισμού των παιδιών και σε λεπτομέρειες μέσα από τους διάλογους τους που, ίσως, με την εφαρμογή κάποιες άλλης μεθόδου δεν θα είχαμε την ευκαιρία να εντοπίσουμε.
Bohning, G., & Althouse, J. D. (1997). Using tangrams to teach geometry to young children. Early Childhood Education Journal, 24 (4), 239- 242.
Chang, K. E., Sung, Y. T., & Lin, S. Y. (2007). Developing geometry thinking through multimedia learning activities. Computers in Human Behavior, 23 (5), 2212-2229.
Clements, D. H. (1999). Concrete manipulatives, concrete ideas. Contemporary Issues in Early Childhood 1, 45-60.
Clements, D. H., Swaminathan, S., Hannibal, M. Z., Sarama, J. (1999). Young children's concepts of shape. Journal of Research in Mathematics Education, 30 (2), 192-212.
Cobb, P., Stephan, M., McClain, K., & Gravemeijer, K. (2001). Participating in classroom mathematical practices. The Journal of the Learning Sciences, 10 (1&2), 113-163.
Design-Based Research Collective (2003). Design-based research: An emerging paradigm for educational inquiry. Educational Researcher 32 (1), 5-8.
Engelhardt, P. V., Corpuz, E. G., Ozimek, D. J., & N. Sanjand N. Sanjay λείων. Rebello, N. S. (2003). The teaching experiment – What it is and what it isn’ t. Physics Education Research Conference, 157-160.
Hekimoglu, S. (2004). Conducting a teaching experiment with a gifted student. The Journal of Secondary Gifted Education, XVI (1), 14-19.
Jonassen, D. H, Howland, J., Moore, J., Marra, R. M. (2003). Learning to solve problems with technology: A constructivist perspective (2nd ed.) New Jersey: Merrill Prentice Hall.
McClain, K. (2002). A methodology of classroom teaching experiments. In Goodchild, S. & English, L., Researching Mathematics Classrooms: A critical examination of methodolody (pp. 91-118). London: Praeger.
Ντολιοπούλου, Ε. (1999). Σύγχρονες τάσεις προσχολικής αγωγής, Αθήνα: Τυπωθήτω.
Olkun, S., Altun, A., & Smith, G. (2005). Computers and 2D geometric learning of Turkish fourth and fifth graders. British Journal of Educational Technology, 36 (2), 317-326.
Παπανικολάου, Κ. Α., Τσαγκάνου, Γ., & Γρηγοριάδου, Μ. (2002). Αξιοποιώντας το διαδίκτυο και το λογισμικό γενικής χρήσης ως διδακτικά και μαθησιακά εργαλεία. Στο Κυνηγός, Χ. & Δημαράκης, Ε. Β. (επιμ.) Νοητικά εργαλεία και πληροφορικά μέσα: Παιδαγωγική αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας για τη μετεξέλιξη της εκπαιδευτικής πρακτικής (σσ. 119-160). Αθήνα : Καστανιώτης.
Smith, G. G. (2003). Interactive versus observational: Learning of spatial visualization of geometric transformat. Australian Educational Computing, 18 (1), 3-10.
Smith, S. J., & Smith S. B. (2002). On the right track: Technology for organizing and presenting digital information. Intervention in School and Clinic, 37 (5), 304-311. stralian Educational Computing, of geometric transformat.
Steffe, L. P., & Thompson, P. W. (2000). Teaching experiment methodology: Underlying principles and essential elements. In Lesh R. & Kelly A. E. (Eds.), Research design in mathematics and science education (pp. 267-307). Hillsdale, NJ: Erlbaum.
Thacher, D. H. (2001). The tangram conundrum. Mathematics Teaching in the Middle School, 6 (7), 394-399.
Τουμάσης, Μ. (2004). Σύγχρονή διδακτική των μαθηματικών. Αθήνα: Guetenberg.
Van De Walle, J. A. (2007). Διδάσκοντας μαθηματικά (6η έκδ.). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Χρονάκη, Α. (2006). Το ‘διδακτικό πείραμα’: μελετώντας την ανάπτυξη μάθησης στο πλαίσιο της διδακτικής πράξης. Μη δημοσιευμένο, σσ. 1-24.